ΓΑΩΣΣΑΡΙΟΝ ΣΥΡΟΥ.
*ΑαεΑφομοϊρι (τό), ή εκ τνίς πατρικής περιουσίας μοίρα εκάστου αδελφού.
'AdeJçpojioipaÇù), δί&ω εις εκαστον άδελφον το Ικαε.ΙφομοϊρΙ του.
*ΑΛετρι (άροτρον), {Λέρος του αρότρου, εν Κέω καΐ Μήλω ποαάρι, παρά τοις άρχαίοις εΑνμα, εν δε τ·/3 Παλαιή Γραφνί (Κριταί, κεφ. Γ', 31) αροτρόπονς « άχ\ έτυκταξε τους αλλοφύλους εις εξακόσιους άνδρας εν τφ άροζρόχοαι των βοών ».
ΆΜζρόχερη ri ijsf?? (Κεως) η χερόβοΑο (Άρτοτίννι), τι του άροτρου λκβ·ή. Ilscpà τοις άρχαίοις έχετάη κκΐ ειδικώτερον χείρα- ΛαβΙς' «τούτου το κοετόπιν ξύλον ορθόν, ου έ'χετκι ό άρότης, έχέ- ζ2η κκλεΐται* ζύτο δε το κοίλον αύτοΰ, καθ' 6 τνιν χείρα έναρ- μ-όζει, j£sipoJa6iç' ου καΐ έ[λπέπηγεν ·^ έχέτλη, αΛόη. (Πολυδευ- κους, κ', XIII). Έν 2υρω ί'διον δνορ,ζ της αΜης δεν ύττάρχει' παρά δε τοις Κείοις καλείται αυτή «βούχΑα της ίίχερης».
Άναιγορεύω, αναφέρω' « τωνε καταραται πώς των εγραψεν 'ς το προικοχάρτι τωνε κάποια πράγματα άποθανόντας του και καθημερινώς τα άναιγορεύει » έν έγγρ.
3 ' Αγαι^αΛΛιά,ρτ\ς (με τα jiaJJià τνίς κεφαλές ακω) ως και άλ- λαχ_ου, ό άσκεπης την κεφαλήν.
"Άναιτίετω (πετώ άνω), γίνομαι άφαντος" «άνεπέτασεν η σκούπα άπο μπροστά μου » (προφορ. λογ.)· Τπο την σημασίαν « πετώ κνω », εξ ης μεταφορικώς προέκυψεν η σημασία αΰτη, άπαντ^; παρά τοις αρχαίοις το αναΛετομαι.
Αναφτερουγιάζομαι, άναπτερουμαι (c άνεφτερουγιάστηκεν άπο τη χαρά του 5) (προφ. λογ.).
Άνεγνωμάτίστα, άνευ της γνώμης τινός* « τα έπηρεν άνεγνω- μάτιστα του κυρου του ».
Arzta, δύο οριζόντια ξύλα του υφαντικού ίστοΰ, κείμενα άπε- ναντι αλλήλων, εξ ών το μεν φέρει περιειλιγμένον τον στήμονα,