Academia.eduAcademia.edu
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Μ. ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ: ΤΟ “ΑΓΡΑΦΟ ΔΟΓΜΑ” ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΟΗΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟ «Ο ρόλος αυτού του “φιλοσοφικού υποβάθρου” υπήρξε πάντα υψίστης σημασίας. […] [Μ]έσα στην ιστορία, η επίδραση της φιλοσοφίας πάνω στην επιστήμη υπήρξε πάντοτε τόσο σημαντική όσο η επίδραση –την οποία όλοι παραδέχονται– της επιστήμης πάνω στη φιλοσοφία. Ως παράδειγμα, […] θεωρείστε την περίοδο της μετα-κοπερνίκειας επιστήμης, την περίοδο που γενικώς θεωρείται ότι υπήρξε αυτή της γένεσης της νεότερης επιστήμης» (Koyré 1955, 107) Πάνος Θεοδώρου Λέξεις κλειδιά: Φαινομενολογία, Χάιντεγκερ (Heidegger), μαθηματική προβολή, νοητικά πειράματα, πρώτες αρχές, φυσικές αρχές Μέρος Α 1. Η πορεία του Χάιντεγκερ προς τη Φαινομενολογία Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ (Martin Heidegger) γεννήθηκε το 1889 στο Μέσκιρχ (Messkirch) της Βάδης-Βυτεμβέργης στη νοτιο-δυτική Γερμανία. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια καθολικών χριστιανών. Απεβίωσε το 1976 στο Φράϊμπουργκ (Freiburg) της Βάδης Βυτεμβέργης. Αρχικά, ο Χάιντεγκερ προοριζόταν για σπουδές στη Θεολογία. Έτσι, ένας οικογενειακός φίλος, o πάστορας Κόνραντ Γκρέμπερ (Conrad Gröber), μετέπειτα επίσκοπος Φράιμπουργκ, δοκίμασε να προετοιμάσει τον φέρελπι δεκαοχτάχρονο μαθητή ακόμα Χάιντεγκερ (1907) για αυτές τις σπουδές του. Αρχικά, θα είχαν ως κεντρικό θέμα μελέτης τη σκέψη του Θωμά του Ακινάτη. Όμως, ο Θωμάς ο Ακινάτης δεν θα μπορούσε να έχει αναπτύξει τη σκέψη του αν δεν προϋπέθετε τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, λοιπόν, ο Χάιντεγκερ δέχτηκε ως δώρο, από τον οικογενειακό φίλο, τη μελέτη του έργου Von den mannigfachen Bedeutungen des Seinden bei Aristoteles (Περί των Πολλαπλών Σημασιών του Όντος στον Αριστοτέλη, 1862) του Φραντς Μπρεντάνο (Franz Brentano). Στο έργο του Μπρεντάνο για την πολυσημία ή το «πολλαχώς λεγόμενον» του «όντος» στον Αριστοτέλη, οι ποικίλες αυτές σημασίες εντοπίζονταν και αναλύονταν επιμελέστατα. Ωστόσο, η όλη πραγμάτευση άφηνε, για τον Χάιντεγκερ, ένα μεγάλο κενό: υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος με τον οποίο όλες αυτές οι σημασίες του όντος να συνυφαίνονται; Υπάρχει, άραγε, μια άποψη από την οποία όλες οι σημασίες του όντος να αντλούν τον καθορισμό τους; Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι το ον είναι, υπάρχει τελικά ένας ενιαίος καθορισμός του «είναι» πίσω από τις πολλαπλές σημασίες του; Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θεώρησε πως μπορούσε να βρει στο έργο Λογικές Έρευνες (1900/1901) του Έντμουντ Χούσερλ (Edmund Husserl), μαθητή του 1 Μπρεντάνο. Το 1909, όντας ακόμα φοιτητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, μελέτησε αυτό το έργο και αργότερα, όταν ήρθε ο καιρός της διδακτορικής διατριβής και αφού είχε προσανατολιστεί, εν τω μεταξύ, στη φιλοσοφία, ο Χάιντεγκερ επιχείρησε να ξεκινήσει τη δική του έρευνα στην κατεύθυνση των αρχικών ερωτημάτων του. Έτσι, τόσο στη διδακτορική διατριβή του Die Lehre vom Urteil im Psychologismus (Η Θεωρία περί Κρίσης στον Ψυχολογισμό, 1914) όσο και στη διατριβή του επί υφηγεσία (Habilitationsschrift) (Die Kategorien- und Bedeutungslehre des Duns Scotus, 1916), ο Χάιντεγκερ βρίσκεται να επιχειρεί να προσεγγίσει το πρόβλημα του όντος και του είναι με τους όρους της χουσερλιανής Φαινομενολογίας. Επιχειρεί, δηλαδή, να πραγματευτεί το ον και το είναι μέσα από την προβληματική περί κατηγοριών, βασιζόμενος στη διδασκαλία του Χούσερλ για τη δυνατότητα μιας κατηγοριακής εποπτείας.1 Στη διατριβή του ξεκινά την αναζήτηση μέσα από μια έρευνα για τις κατηγορίες ή, γενικότερα, για τις έννοιες ή τις σημασίες. Η οδός προς αυτή την έρευνα είχε διανοιχτεί ήδη από τον Χούσερλ στις Λογικές Έρευνές (ΛΕ) του (1901) και ειδικότερα από τα Προλεγόμενά τους (1900). Εκεί ο Χούσερλ εισήγαγε την ιδέα για μια ειδητική Καθαρή Λογική ως γενική θεωρία για τη δυνατή συνδυαστικότητα των σημασιών και για τους ουσιακούς (ειδητικούς) νόμους που διέπουν τις συνδέσεις τους στα ποικίλα σύνθετα σημασιακά μορφώματα. Πρωτίστως, τον Χούσερλ τον ενδιέφεραν οι νόμοι που διέπουν τις διασυνδέσεις σημασιών έτσι ώστε τα προκύπτοντα μορφώματα να έχουν τη δυνατότητα να αληθεύουν. Με άλλα λόγια, κεντρικό ενδιαφέρον αυτής της Καθαρής Λογικής είναι οι κρίσεις. Αυτό το ενδιαφέρον εισάγεται στις ΛΕ και εκεί μόλις που γνωρίζει μια πρώτη αντιμετώπιση. Πτυχές της όλης σύλληψης αναπτύσσονται στην 4η ΛΕ και στην 6η ΛΕ, στις οποίες παρουσιάζονται, αντίστοιχα, οι ιδέες της Καθαρής Λογικής Γραμματικής και της θεωρίας για τους Νόμους της Αυθεντικής Σκέψης (οι οποίοι συνδέονταν άμεσα με τις αναλύσεις του Χούσερλ για την κατηγοριακή εποπτεία και για τη φαινομενολογική έννοια της αλήθειας). Στο κείμενο που ακολουθεί, αρχικά θα σκιαγραφήσω το βασικό περίγραμμα και το αδρό περιεχόμενο της σκέψης του Χάιντεγκερ κυρίως στο μεγάλο έργο του, το Είναι και Χρόνος (ΕΧ) (§§2-4). Με αυτό ως βάση, θα επιχειρήσω να αναδείξω κριτικά αυτό που θα μπορούσε να είναι ο βασικός πυρήνας της σκέψης του για την επιστήμη,2 εστιάζοντας κυρίως στην ιδέα του ότι η νεότερη φυσική επιστήμη συνιστά μια μαθηματική προβολή της φύσης (§§5-9). Το κεφάλαιο θα ολοκληρωθεί με μια σχετικά σύντομη επισκόπηση των βασικών θέσεων για τη φύση και τη λειτουργία των νοητικών Για αυτήν την έννοια, καθώς και για άλλες βασικές της χουσερλιανής Φαινομενολογίας βλ. κεφ. 2 του παρόντος τόμου. 2 Είναι ο Χάιντεγκερ φιλόσοφος της επιστήμης; Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί σε αυτό το ερώτημα κυμαίνονται μεταξύ του «ούτε κατά διάνοιαν», όπως υποστηρίζει ο Ρίτσαρντσον (Richardson 2012, σ. 27), και του «απολύτως ναι», όπως υποστηρίζει η Γκλέϊζμπρουκ (T. Glazebrook 2000, σσ. 1, 4· βλ. επίσης Rouse (2005, σσ. 123, 137· Kockelmans 1970a, σ. 147). Προφανώς, ο Χάιντεγκερ δεν είναι ένας φιλόσοφος της Φυσικής ή της επιστήμης με τη σημασία που έχουν σήμερα αυτοί οι όροι. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, δεν γράφει για τη Φυσική ή για την επιστήμη, χωρίς να έχει μια καλή ιδέα περί αυτών από τα μέσα. Μετά την εγκατάλειψη των σπουδών στου στη Θεολογία (1911), στράφηκε για δύο χρόνια στη σπουδή των φυσικών επιστημών και των Μαθηματικών. Βλ. Sheehan 1988, σσ. 97, 106. Στενή ανταλλαγή απόψεων και αμοιβαία εκτίμηση υπήρχε επίσης μεταξύ του Χάιντεγκερ και των φυσικών Βαϊτσέκερ (Weizsäcker) και Χάιζενμπεργκ (Heisenberg). 1 2 πειραμάτων στη Φυσική, τις οποίες θα υποστήριζε μια φαινομενολογική φιλοσοφία της επιστήμης (§10). 2. Η γενική ιδέα της Φαινομενολογίας του Χάιντεγκερ Ο Χάιντεγκερ ξεκίνησε τις παραδόσεις του ασκώντας κριτική στην υπερβατολογική παράδοση και στον Χούσερλ. Του απέδιδε την ιδέα ότι πρωταρχική είναι η θεωρητική συνείδηση και όχι η συνείδηση της άμεσης βίωσης της όντως πρωταρχικής δοτικότητας. Ο Χούσερλ μιλούσε για μια υπερβατολογική συνείδηση και όχι για κάτι σαν το «ιστορικό εγώ» ή το «γεγονοτικό εγώ» που ο Χάιντεγκερ προέκρινε.3 Αυτό που είναι το πρόβλημά μας, ισχυριζόταν ο Χάιντεγκερ δεν είναι απλώς ο νατουραλισμός, αλλά η ίδια η θεωρητική στάση. Πρωταρχικά, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται θεωρητικά έναντι απλώς παρευρισκόμενων όντων, αλλά βρίσκεται μέσα στον κόσμο επιδιδόμενος στην επίτευξη ποικίλων πρακτικών στόχων. Έτσι, τα όντα με τα οποία βρισκόμαστε να σχετιζόμαστε πρωταρχικά δεν είναι απλώς παρευρισκόμενα έναντί μας και δεν καθίστανται για πρώτη φορά όντα με το να τους προσδώσουμε εμείς αξία. Πρωταρχικά υπάρχουμε σε πρακτικές σχέσεις με όντα που είναι ευθύς εξαρχής όντα με νόημα. Στη θεωρητική στάση όλα αυτά έχουν καταστραφεί. Η πρωταρχική ζωή μας με τα όντα έχει αναχθεί σε μια νοηματικά αποκενωμένη διαδικασία θέασης παραστάσεων (οι οποίες, μάλιστα, πριν τον Χούσερλ ήταν εμμενείς στη συνείδηση). Έτσι, διαμορφώνονται προοδευτικά οι όροι για τη ριζική επανασύλληψη και επαναδιατύπωση του ερωτήματος για το Είναι στο –ακόμα φαινομενολογικό– έργο του Χάιντεγκερ Είναι και Χρόνος (ΕΧ) (1927). Μέσα από την Αναλυτική του εδωνάΕίναι, δηλαδή την ανάλυση του τρόπου του Είναι του ανθρώπου, ο Χάιντεγκερ επιχειρεί να καταδείξει πως ο άνθρωπος πρωταρχικά δεν συνιστά μια απομονωμένη νοούσα νησίδα, από την οποία πρέπει να απλωθεί μια γέφυρα, ώστε να αποκατασταθεί επικοινωνία –και μάλιστα γνωστική– με τον κόσμο. Τουναντίον, καταδεικνύεται πως πρωταρχικά ο άνθρωπος είναι-εν-τω-κόσμω μεριμνώντας. Το «είναι-εντός» εδώ έχει το νόημα του ότι ο άνθρωπος βρίσκεται εκάστοτε στο σημείο αφετηρίας ενός δικτύου σχέσεων σημαντικότητας πάνω στους κόμβους του οποίου όντα εμφανίζονται, όπως αυτή η σημαντικότητα προδιαγράφει ή επιτρέπει. Μάλιστα αυτά τα όντα δεν χαρακτηρίζονται από ένα Είναι που το κατανοούμε με τους όρους μιας σταθερής παρεύρεσης έναντί μας. Τα όντα που μας εμφανίζονται πρωταρχικά εμφανίζονται όχι με όρους ανα-παράστασης, αλλά εμφανίζονται στο ειδικό πρωταρχικό βλέπειν που ο Χάιντεγκερ ονομάζει «περίβλεψη» (Umsicht).4 Σε αυτό το είδος του βλέπειν, το οποίο προσιδιάζει στον βιομεριμνώδη τρόπο ύπαρξης, τα όντα που εμφανίζονται αναγνωρίζονται όχι ως αντι-κείμενα μιας παραστασιακής συνείδησης αλλά ως όργανα Για το εν πολλοίς αβάσιμο αυτών των κριτικών, βλ. π.χ., την Εισαγωγή στο Husserl (2012), Theodorou (2010). 4 Ως περίβλεψη μπορούμε να εννοήσουμε κάτι σαν την πρακτική ματιά, με την οποία ο ξυλουργός, ας πούμε, βλέπει τον “κόσμο” του ξυλουργείου του και των ξυλουργικά συναφών όντων και εργασιών ακόμα και εκτός ξυλουργείου. Για παράδειγμα, βλέπει το είδος του ξύλου που είναι κατάλληλο για την κατασκευή μιας πόρτας, το τρυπάνι που είναι κατάλληλο για το άνοιγμα μιας συγκεκριμένης τρύπας, την κόλλα για τη σύνδεση των δοκαριών, κ.λπ., αλλά και το είδος της πόρτας που ενδείκνυται για αυτό ή το άλλο μέρος της οικοδομής, κ.λπ., έτσι ώστε, στο τέλος, να επιτελεστεί το όλο έργο που είναι να επιτελεστεί για χάρη κάποιου ανθρώπου ή κάποιων ανθρώπων. 3 3 (Zeuge). Με την αναγνώριση αυτών των στοιχείων υποτίθεται πως σταματά πια η κυριαρχία της εξίσωσης του ανθρωπίνως υπάρχειν με το γνωρίζειν και του γνωρίζειν με το οράν (θεάσθαι). Πιο συγκεκριμένα, ο Χάιντεγκερ συλλαμβάνει την ιδέα ότι η αμηχανία και το αδιέξοδο στο οποίο, κατά τον ίδιο, είχε οδηγηθεί η παραδοσιακή φιλοσοφία (μεταφυσική) ειδικά σε σχέση με το ερώτημα για το Είναι, μπορούν να ξεπεραστούν ξεκινώντας από μια διαφορετική εννόηση του προβλήματος. Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία της φιλοσοφίας με τον δικό του τρόπο, διαπιστώνει μια σοβαρή αυτοπαραπλάνηση στον τρόπο με τον οποίο ετίθετο το ερώτημα για το Είναι και, συνεπώς, στον τρόπο με το οποίο απαντάτο. Δύο σοβαρά προβλήματα είναι τα εξής. Αφενός, όταν με τον επίμαχο όρο αναφερόμαστε στη σχέση του όντος με τον χρόνο εννοείται ότι ένα ον παρευρίσκεται σταθερά έναντι ενός θεωρού. Αφετέρου, όταν με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στη συνθήκη του όντος, δηλαδή στο Είναι ως αυτό που “καθιστά” το ον τέτοιο, το ίδιο το Είναι εννοείται ως ένα κάποιο άλλο, ιδιότυπο έστω, αλλά ον και πάλι. Πίσω από τη δεύτερη εννόηση, ισχυρίζεται ο Χάιντεγκερ, συγκαλύφθηκε μέσα στους αιώνες η «οντολογική διαφορά», δηλαδή ότι το Είναι δεν είναι και αυτό ένα ον. Πίσω από την πρώτη εννόηση συγκαλύφθηκε η βαθύτερη σχέση της χρονικότητας με το Είναι ως θεμελιακό νόημά του. Τη θετική ανάλυση αυτών των νέων στοιχείων για το Είναι, θεώρησε ο ίδιος, θα μπορούσε να την πετύχει χρησιμοποιώντας την κατάλληλη μέθοδο για την εξέταση του θέματος του Είναι. Η Φαινομενολογία έδινε τη δυνατότητα να αναλύει κανείς αφηρημένες κατηγοριακές δομές με τρόπο όχι εικοτολογικό (εννοιολογικό αναλυτικό ή διαλεκτικό), αλλά ευθέως εποπτικό. Επίσης, η ερμηνευτική φιλοσοφία δίδασκε ότι νοήματα διαμορφώνονται κατά την ένταξη στοιχείων στο αρμόζον πλαίσιό τους. Για παράδειγμα, το νόημα ενός όρου ή ενός χωρίου διαμορφώνεται από τον τρόπο με τον οποίο αυτά εντάσσονται στο ευρύτερο, άμεσο και έμμεσο, πλαίσιο των συγκειμένων του. Διείδε, έτσι, ο Χάιντεγκερ τη δυνατότητα να φαινομενολογήσει το Είναι ως συνθήκη του όντος και να το φωτίσει κατά το νόημά του. Η υπόθεση ήταν ότι το νόημα του Είναι ή μάλλον –στο φαινομενολογικό πλαίσιο– το Είναι ως νόημα έχει να κάνει με τη χρονικότητα. Αυτό το σχέδιο αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας στο Είναι και Χρόνος.5 Φυσικά, στο σχέδιο αυτό ενέχονται πολλές λεπτομέρειες και πολλές μεγάλες δυσκολίες, οι οποίες δημιουργούν και αντίστοιχα πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Είναι το έργο του τμήμα της φαινομενολογικής φιλοσοφίας και με ποια έννοια ή υπό ποιους όρους; Ξεπερνά τη φαινομενολογία του Χούσερλ και σε ποια βάση; Οδηγεί το έργο του στον ναζισμό ή, ενδεχομένως, είναι βασισμένο σε μια τέτοια πολιτική ιδεολογία; Εγγράφεται στον κανόνα της Δυτικής μεταφυσικής ή δημιουργεί μια ριζικά νέα φιλοσοφική σκέψη; Μπορεί ο πυρήνας της φιλοσοφίας και ειδικά η θεώρησή της για τον άνθρωπο και την ιστορικότητα να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μιας χειραφετητικής Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου στο Είναι και Χρόνος και για το σοβαρό πρόβλημα της δυνατότητας φαινομενολόγησης του Είναι, ειδικά ως Είναι καθόλου ή Είναι ως τέτοιο, βλ. Θεοδώρου (2015∙ 2006). 5 4 επαναστατικής προοπτικής; Ζητήματα τίθενται και αναφορικά με το περιεχόμενο της ίδιας της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ. Ποιο είναι τελικά το θέμα της, το Είναι ή ο άνθρωπος ως ύπαρξη; Για πόσες εκδοχές του Είναι μίλησε ο Χάιντεγκερ και ποια είναι η μεταξύ τους σχέση; Ποια είναι η σχέση του Μηδενός με το Είναι; Είναι η φιλοσοφία του υπερβατολογική ή υπαρξιστική; Αναπτύσσει ο Χάιντεγκερ κάποιου τύπου ηθική σκέψη (με ποιο περιεχόμενο); ή μήπως η σκέψη του δεν μπορεί να έχει κανένα ηθικό περιεχόμενο; Είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ κάποιου τύπου πραγματισμός; Είναι συμβατή η άποψή του για την πραγματικότητα και τις επιστήμες συμβατή με ένα είδος επιστημονικού ρεαλισμού;6 Αυτά και πολλά αντίστοιχα ερωτήματα έχουν απασχολήσει επί πολλά χρόνια και εξακολουθούν να απασχολούν τους ερμηνευτές του. Στο παρόν κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε με ένα διαφορετικό ερμηνευτικό πρόβλημα. Τι εννοεί ο Χάιντεγκερ με την ιδέα του ότι ο άνθρωπος ως ύπαρξη συνιστά μια ερριμένη προβολή και, ακόμα ειδικότερα, τι σημαίνει ότι η νεότερη επιστήμη συγκροτείται ως μαθηματική προβολή της φύσης; 3. Βασικά σημεία του εγχειρήματος του Χάιντεγκερ στο ΕΧ Πριν συνεχίσουμε με το ερώτημά μας, ωστόσο, μένει να κάνουμε την απαιτούμενη σύνδεση που υπονοήθηκε από τη διατύπωσή του. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να κατανοήσουμε πώς ο Χάιντεγκερ οδηγείται από το ερώτημα για το νόημα του Είναι και από την απόφασή του να το πραγματευτεί με βάση μια φαινομενολογική μέθοδο εμβολιασμένη με την ερμηνευτική σκέψη στην εστίαση της ανάλυσής του στον άνθρωπο και στον δικό του τρόπο του Είναι. Ο Χάιντεγκερ διαμόρφωσε, λοιπόν, και ακολούθησε μια ερμηνευτικά τροποποιημένη φαινομενολογική μεθοδολογία αναδεικνύοντας και ενυπάρχουσες δυνατότητες της φιλοσοφίας του Χούσερλ. Το ότι ακολουθεί αυτή τη μέθοδο σημαίνει ότι, για να αναζητήσει ως φαινόμενο το Είναι κατά τη νοηματικότητά του, οφείλει να εντοπίσει τον πυρήνα της νοημάτωσης –αν μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τον όρο– γύρω από τον οποίο αυτό θα μπορούσε να ανακαλυφθεί πως αρθρώνεται. Τότε, στρεφόμενος φαινομενολογικά προς αυτόν τον πυρήνα, δηλαδή προς ένα κατάλληλο ον ή κατάσταση πραγμάτων, θα μπορούσε, με την κατάλληλη εφαρμογή αυτής της μεθόδου,7 να περιέλθει στην εμπειρία της αφ’ εαυτού φανέρωσης (ως φαινομένου) του Είναι ως-νόημα, δηλαδή του “παράγοντα” εκείνον που “κάνει” τον πυρήνα και οτιδήποτε άλλο αντίστοιχο να είναι, δηλαδή να συνιστά ον και μάλιστα το ον για το οποίο κάθε φορά πρόκειται. Μια σύντομη επισκόπηση αυτών των προβλημάτων στον τρέχοντα διάλογο μπορεί να βρει κανείς στο Wheeler (2018). Βλ. επίσης, Capobianco (2010 και ειδικά κεφ. 1), ο οποίος θεωρώ ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση, και σύγκ. με Sheehan (2014). 7 Για τον Χάιντεγκερ η φαινομενολογική μέθοδος δεν πρέπει να κινδυνεύει να είναι θεωρητικά ελεγχόμενη από τον φαινομενολόγο και επεμβατική. Έτσι, θα εξασφαλίζεται ότι το αποτέλεσμά της δεν είναι προβολή ενός υποκειμένου (εκείνου που τη θέτει σε εφαρμογή). Αναζητά, λοιπόν, καταστάσεις του φαινομενολόγου στις οποίες το ίδιο το εκάστοτε φαινόμενο τον “καταλαμβάνει εξ απήνης”. Για παράδειγμα, θεωρεί πως το Είναι των πρόχειρων όντων μας δίδεται έτσι όταν, π.χ., ένα εργαλείο ξαφνικά παύει να λειτουργεί όπως αναμενόταν ή, όπως εκτιμά ο Χάιντεγκερ, το Είναι καθόλου ή ως τέτοιο μας δίδεται στην αγωνία, σε μια διάθεση στην οποία περιερχόμαστε απροσχεδίαστα. Βλ. και παρακάτω. Περισσότερες λεπτομέρειες για την ταυτότητα και τη λειτουργία αυτής της φαινομενολογικήςερμηνευτικής μεθόδου μπορεί να βρεις κανείς στο Θεοδώρου (2006 και 2015, ειδικά, §§1, 7, 9, 15-16, 40). 6 5 Αυτή η αναζήτηση υπήρξε για τον Χάιντεγκερ επίπονη διαδικασία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όμως, έφτασε στην αποφασιστική διαπίστωση ότι το κατάλληλο ον προς το οποίο θα έπρεπε να στραφεί ώστε να αφήσει φαινομενολογικά το Είναι να φανερωθεί ως τέτοιο δεν είναι άλλο από το ίδιο τον άνθρωπο στη συγκεκριμένη νοήμονα σχέση του με τα όντα εντός του κόσμου. Αφού αυτός που ρωτά για το Είναι ως προς το νόημά του δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο και μάλιστα αφού, κατά τον Χάιντεγκερ, μόνο ο άνθρωπος μπορεί να κατανοεί και να ρωτά κάτι σαν το Είναι, ο άνθρωπος είναι το πλέον κατάλληλο ον σε σχέση με το οποίο μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί ως φαινόμενο το Είναι κατά το νόημά του. Το δημοσιευμένο μέρος του αρχικού σχεδίου του ΕΧ, λοιπόν, αναπτύσσει μια φαινομενολογική ανάλυση του Είναι του ανθρώπου (την Υπαρκτική Αναλυτική)8 ως όχημα για την αναζήτηση του Είναι ως φαινομένου. Μια από τις πολλές περιπλοκές στο ΕΧ είναι και το ότι, αν η Φαινομενολογία δεν θέλει να εκπέσει σε ένα εικοτολογικό αναλυτικό ή διαλεκτικό παραλήρημα, πρέπει να μπορεί να καθιστά τα θέματά της διυποκειμενικά φανερώσιμα φαινόμενα σε μια κατάλληλη εποπτεία, σε συμφωνία με την ιδέα του Χούσερλ περί κατηγοριακής εποπτείας. Προφανώς η Θεμελιακή Οντολογία οφείλει να καταστήσει φαινόμενο το Είναι ως τέτοιο. Όταν το καταφέρει, θα μπορέσει να εποπτεύσει και τη νοηματική δομή και περιεχόμενό του, αλλά και το έδαφος πάνω στο οποίο τα τελευταία είναι δυνατά (το οποίο, για τον Χάιντεγκερ, είναι η χρονικότητα). Το θέμα, ωστόσο, είναι ότι ως φαινόμενο μπορούμε να έχουμε άμεσα στην τρέχουσα εποπτεία ή να αναβιώσουμε από την παρελθούσα εμπειρία μόνο το Είναι εκείνο που υπήρξε υπεύθυνο για τη συγκρότηση των πραγματικοτήτων, για τις οποίες είχε μέχρι τώρα εμπειρία η ανθρωπότητα μέσα στο διάβα της ιστορίας. Το Είναι και το νόημά του, ισχυρίστηκε από τους πρώτους ο Χάιντεγκερ, χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα. Σε ποια βάση, λοιπόν, μπορεί κανείς να κάνει φαινομενολογία του Είναι ως τέτοιου κατά το νόημά του, αν ως φαινόμενο δεν έχει παρά τις έως τώρα (γνωστές) ιστορικές φανερώσεις του;9 Ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο ο Χάιντεγκερ καταφέρνει να ολοκληρώσει ή καν να δείξει ότι είναι με κάποιο τρόπο ολοκληρώσιμο το εγχείρημά του για μια Θεμελιακή Οντολογία, στο ΕΧ έχουμε δυο τουλάχιστον θαυμάσια εγχειρήματα φαινομενολόγησης του Είναι των όντων δύο οντολογικών περιοχών, του μονομελούς γένους των ανθρώπων και του πολυμελούς γένους των οργάνων. Όταν ο Χάιντεγκερ στρέφεται προς τον άνθρωπο ως ον-κλειδί για τη φαινομενολόγηση του Είναι, δεν τον εννοεί ούτε με τον τρόπο κάποιας επιστήμης, φυσικής ή ανθρωπιστικής, ούτε με τον τρόπο της έως τώρα φιλοσοφίας. Ειδικά σε σχέση με το δεύτερο, δεν τον εννοεί ως υποκείμενο, ψυχολογικό ή υπερβατολογικό, που το μόνο πράγμα που κάνει είναι να στέκεται θεωρητικά έναντι ενός αντικειμένου που το εξεΑυτό το γεγονός δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι το ερώτημα του Χάιντεγκερ ή έστω η ανάλυση του ΕΧ είναι μια έρευνα για το εδωνά-Είναι ή έστω για την ύπαρξη ως είναι του. Κι όμως, το ζητούμενο είναι το Είναι κατά το νόημά του. Γι’ αυτό το ΕΧ δεν συνιστά ανάπτυξη μιας υπαρξιστικής φιλοσοφίας ή, ορθότερα, μια αναλυτική της υπαρκτικότητας του ανθρώπου, αλλά μια Θεμελιακή Οντολογία, δηλαδή μια φαινομενολογία του Είναι ως τέτοιου, έστω και ημιτελή. 9 Περισσότερα για το πρόβλημα και τα εγχειρήματα του Χάιντεγκερ, μέσα στο ΕΧ αλλά και στο υπόλοιπο της ζωής του, για την αντιμετώπισή του, βλ. Θεοδώρου (2006). 8 6 τάζει για τις ιδιότητές του, προκειμένου να το γνωρίσει κατά τα οντικά γνωρίσματά του (ουσιολογικές ιδιότητες, π.χ., χρώμα, σχήμα, μέγεθος, χημική σύσταση, κ.λπ.). Το αυτό εφαρμόζει ο Χάιντεγκερ και για τη φαινομενολόγηση του ανθρώπου. Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, μια πυκνή ρητορική αντίφαση (από την άποψη της παραδοσιακής φιλοσοφίας), αναγνωρίζει στον άνθρωπο το μοναδικό ον που η ουσία του συνίσταται στην ύπαρξή του (Existenz), στο υπάρχειν του (και όχι, εννοείται, σε κάποιες οντικές ουσιολογικές ιδιότητές του, π.χ., σχήμα, μέρη, ικανότητες, κ.λπ.).10 Τον έτσι ιδωμένο άνθρωπο τον ονομάζει εδωνά-Είναι (Dasein). Σε τι συνίσταται όμως η υπαρκτικότητα (Existenzialität) της ύπαρξης ως τρόπου του Είναι του μόνου όντος που κατανοεί κάτι σαν το Είναι, δηλαδή του εδωνά-Είναι; Με πολύ λίγα λόγια για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου, μπορούμε να πούμε ότι η υπαρκτικότητα του εδωνάΕίναι συνίσταται στο εν-τω-κόσμω-Είναι (in-der-Welt-Sein) του, στο νοηματικό εξίστασθαιί του στον κόσμο. Το τελευταίο μπορούμε να το συμπυκνώσουμε, σε τελευταία ανάλυση, σε ερριμμένη προβολή (geworfener Entwurf), δηλαδή σε μια προβολικότητα που τελεί υπό καθεστώς ρίψης. Το εδωνά-Είναι είναι ερριμμένο· δεν διάλεξε να βρεθεί εν-τω-κόσμω αλλά και ούτε γνωρίζει πόθεν ευρέθη (εκ-στατικώς) εντός του ή ποιος είναι ο σκοπός του ότι βρίσκεται εδώ. Όντας ερριμμένο στον κόσμο, ωστόσο, το εδωνά-Είναι προβάλλει κατανοητικο-πρακτικές δυνατότητές του επί του κόσμου και προς το μέλλον του,11 με βάση, βεβαίως, ό,τι έχει προετοιμαστεί για αυτό στο παρελθόν του. Ως όλον Είναι δε του εδωνά-Είναι ο Χάιντεγκερ εννοεί την μέριμνα (Sorge). Ό,τι βρίσκεται να επιτελεί το εδωνά-Είναι στην υπαρκτικότητά του έχει τον χαρακτήρα του μεριμνάν· εν τέλει για το ίδιο το Είναι του, το οποίο συνιστά για το εδωνά-Είναι ζήτημα (κάτι που δεν ισχύει, υποστηρίζει ο Χάιντεγκερ, για τα άλλα άβια και έμβια όντα). 4. Η φαινομενολογία ενός τύπου του (ως-νόημα) Είναι: «Προχειρότητα» Σαφέστερη εικόνα για το τι ενδέχεται να εννοεί ο Χάιντεγκερ με το ως-νόημα Είναι που μπορεί να καθίσταται φαινόμενο μας δίνει ο ίδιος με την ανάλυση του Είναι των οργάνων. Η ιδέα του Χάιντεγκερ είναι ότι στην κατά μέσο όρο καθημερινότητά μας δεν διατελούμε σε μια κατάσταση γνωστικής περιέργειας για την ανακάλυψη της ουσίας των όντων με βάση τις ιδιότητές τους. Τουναντίον, είμαστε απορροφημένοι σε ποικίλες πρακτικές δοσοληψίες με αντίστοιχα όντα, τα οποία, όμως, δεν μας δίδονται στο πλαίσιο αυτών των δοσοληψιών ως όντα με φυσικομαθηματικές ιδιότητες ή έστω ως σκέτα αντιληπτά όντα. Σε αυτές τις βιομεριμνώδεις δοσοληψίες μας με τα όντα του κόσμου, εντός του οποίου εξελίσσονται οι εν λόγω δοσοληψίες, τα όντα δεν μας φανερώνονται ούτε ως αντικείμενα της επιστήμης ούτε ως αντικείμενα της αντίληΉ, αλλιώς, κατανοημένο από την άποψη της φαινομενολογικής ιδέας περί αποβλεπτικότητας της συνείδησης (βλ. στον παρόντα τόμο κεφ. 2), στο “εξίστασθαί” του 11 Η προβολή, γράφει ο Χάιντεγκερ, είναι ο υπαρκτικός χαρακτήρας της κατανόησης (νοημάτων, νοηματικών συνδέσεων μεταξύ όντων ή γνωρισμάτων των όντων, κ.λπ.). «Ο προβλητικός χαρακτήρας της κατανόησης συγκροτεί το μες-στον-κόσμον-Είναι διανοίγοντας το εδωνά του ως εδωνά μιας δυνατότητας για Είναι. Η προβολή είναι η οντολογικο-υπαρκτική σύσταση του πεδίου, μες στο οποίο κινείται η γεγονική δυνατότητα για Είναι.» (Heidegger 1978, 243). Στη σχετική φράση του Χάιντεγκερ «Κατανόηση σημαίνει προβολή», ο Husserl παρατηρεί «ακριβώς αποβλεπτικότητα» (Husserl 1997, σ. 412 σχόλιο 387 για τις αράδες 36-38). 10 7 ψης, αλλά ως όντα μιας πρωταρχικότερης βλέψης, αυτής που ο Χάιντεγκερ ονομάζει «περιεσκεμένη βιομέριμνα» ή, ίσως καλύτερα νομίζω, «περίβλεψη» (Umsicht). Σε αυτήν την ειδικού τύπου και έως πριν αθεματοποίητη εποπτεία, τα όντα μας φανερώνονται ως όργανα (Zeuge). Αυτό που τα “κάνει” να είναι τα όντα του τύπου αυτού είναι το αντίστοιχο είδος του Είναι, το οποίο ο Χάιντεγκερ ονομάζει «προχειρότητα» (Zuhandenheit). Η δομή αυτού του τύπου του Είναι συνίσταται στις εξειδικευμένες κατά τον τύπο του οργάνου νοηματικές συμπλέξεις (sinnhaftige Bewandtnisse) του τύπου «για-να…» (um-zu…). Με τη φαινομενολογική μέθοδο της άφεσης των ίδιων των πραγμάτων να έρθουν στην επιφάνεια κατά τον τύπο του Είναι τους, αυτό το δίκτυο των νοηματικών συμπλέξεων που συνιστούν τη δομή του Είναι του είδους «προχειρότητα» φανερώνεται ως έχει αφ’ εαυτού του και μπορεί να περιγραφεί (φαινομενο-λογηθεί). Ο Χάιντεγκερ επιχειρεί μια εξαιρετικά λεπτομερή φαινομενολόγηση των οργανικών νοηματικών συμπλέξεων που συνιστούν τη δομή ενός ειδικού τύπου οργάνων των ενδεικτών και μάλιστα εστιάζει στο φλας των αυτοκινήτων.12 Έχουμε, λοιπόν, τη δυνατότητα να πάρουμε μια γεύση από τη θέα του Είναι, αν και ενός πολύ συγκεκριμένου τύπου του Είναι (της «προχειρότητας»), το οποίο εμφανιζόμενο αληθεύει (φανερούται) ως φαινόμενο και κατανοείται ως νόημα ή κατά το νόημά του. Γενικά ο Χάιντεγκερ λέει πως στην βιομεριμνώδη πρακτική εμπλοκή μας με τα όργανα συμβαίνει να επιδιδόμαστε στην επίτευξη του ενός ή του άλλου έργου (Werk) έχοντας κατανοήσει τις νοηματικές συμπλέξεις που μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε το οργανικό ρόλο ή λειτουργία του ενός ή του άλλου οργάνου που εκάστοτε χειριζόμαστε. Μια πολύ απλή περίπτωση είναι αυτή του γυρίσματος του πόμολου της πόρτας για να εισέλθουμε στον χώρο της κουζίνας για να αδράξουμε ένα πιάτο για να το βάλουμε πάνω στο τραπέζι για να…, κ.ο.κ. Για όσο κάθε όργανο, π.χ., το πόμολο δουλεύει σωστά, όλο αυτό το δίκτυο νοηματικών παραπομπών του τύπου γιανα απλώς δεν τυγχάνει όχι προσοχής αλλά ούτε καν υποψίας μας για το ότι διαπλέκει ή συνυφαίνει τα εν λόγω όντα στο πλαίσιο της συν-δοτικότητάς τους, επιτρέποντάς τους να είναι και να είναι αυτά που είναι. Κι όμως, στο υπόβαθρο, ούτως ειπείν, των οργάνων και της δοσοληψίας μας με αυτά, το εν λόγω νοηματικό δίκτυο “νοηματίζει”,13 δηλαδή λειτουργεί ως το αρμοστικό, νοηματικό συμπλεκτικό δίκτυο που στους κόμβους του “κάνει” τα εν λόγω όργανα όργανα. Για το ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει δεν μαθαίνουμε σε ένα θεωρητικό ενέργημα που στρέφει την προσοχή μας στα οντικά τους χαρακτηριστικά, δηλαδή στις ιδιότητες των οργάνων (σχήμα, χρώμα, σκληρότητα, βάρος, κ.λπ.). Ούτε καμιά επισταμένη αντιληπτική προσοχή ούτε κανένα άλλο ανώτερης τάξης θεωρητικό ενέργημα δεν θα θέσει Λεπτομέρειες για όλα αυτά μπορεί κανείς να βρει στο Theodorou (2015, §8.6) και Θεοδώρου (2015, §§15-18) . 13 Αν μου συγχωρεθεί να χρησιμοποιήσω αυτόν τον περίεργο και ανοίκειο νεολογισμό, μιας και, από ό,τι πρέπει να έγινε κατανοητό προηγουμένως, δεν μπορώ να πω ούτε «είναι» ούτε «υφίσταται», ούτε στέκει», ούτε «δεν είναι» ούτε κάτι άλλο από τα γνωστά που χρησιμοποιούμε στη γλώσσα που καθορίζεται από την παραδοσιακή μεταφυσική της παρουσίας και της οντικότητας. «Όσον αφορά την αδεξιότητα και το άχαρες τής έκφρασης στις αναλύσεις που ακολουθούν, ας επιτραπεί να επισυνάψουμε την παρατήρηση ότι άλλο είναι να διηγείσαι κάτι μιλώντας για όντα, και άλλο να συλλάβεις τα όντα μέσα στο Είναι τους. Για το δεύτερο τούτο όχι μόνο μάς λείπουν κατά το πλείστο οι λέξεις, παρά μας λείπει προπάντων η “Γραμματική”» (Heidegger 1978, σ. 79). 12 8 κάτι τέτοιο υπόψιν μας και δεν θα το καταστήσει γνωστικό περιεχόμενό μας. Αλλά, και να φαινόταν πως θα μπορούσε να το κάνει, δεν θα έπρεπε φαινομενολογικώς να το εμπιστευτούμε, μιας και δεν θα επρόκειτο για την αυτοδοσία του ως φαινομένου που φανερώθηκε αφ’ εαυτού του, αλλά για μια θεωρητική κατασκευή (λέει ο Χάιντεγκερ ασκώντας κριτική στη μεθοδολογία του Χούσερλ). Η Φαινομενολογία και ειδικά αυτή του Χάιντεγκερ δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα στο να μην κατασκευάσει τα φαινόμενα αλλά στο να οξύνει την ετοιμότητά μας να τα δούμε μόλις τα ίδια από μόνα τους αναφανούν. Και, σε σχέση με τα όργανα και το ως-νόημα Είναι τους, όντως μπορούμε να έχουμε μια τέτοια φαινομενικά κοινότοπη αλλά οντολογικώς κατακλυσμιαία εμπειρία. Αν τη στιγμή που επιχειρούμε να αδράξουμε και να γυρίσουμε το πόμολο της πόρτας αυτό, π.χ., μας μείνει στα χέρια ή κολλήσει και δεν γυρίζει, κ.λπ., ξαφνικά όλο αυτό το σιωπηρά και αδήλως “νοηματίζον” δίκτυο συμπλοκών του τύπου για-να… αστραποβολά, τρόπον τινά, δηλούται έστω και στιγμιαία ως φαινόμενο. Ο φαινομενολόγος εκείνη τη στιγμή αποκτά πλήρη συνείδηση για αυτό, το κατανοεί ως πρωταρχικά προβεβλημένο νόημα, και μπορεί να επιδοθεί στην περιγραφή του ως κανονιστική προϋπόθεση, ως το a priori (της συγκεκριμένης ερριμμένης προβολής) – αν και όχι, εννοείται πλέον καθαρά, ως μια γενολογική κατηγορία. Σε δεύτερο χρόνο ανοίγεται και η δυνατότητα να στραφούμε στο πόμολο με σκοπό μια θεωρητική διερεύνηση και των οντικών ιδιοτήτων του, ίσως, π.χ., προκειμένου να διαπιστώσουμε τι στην οντική σύστασή του ή στις οντικές σχέσεις του μπορεί να προκάλεσε αυτή την κατάρρευση της οργανικότητας του. Μπορεί να διαπιστώσω ότι είναι ένα μεταλλικό αντικείμενο σε σχήμα «Γ», το οποίο ζυγίζει 250 γραμμάρια και είναι μέρος ενός μηχανισμού με ελατήρια, για τα οποία μπορούμε να υπολογίσουμε την τιμή της σταθεράς Hooke, κ.λπ.14 Η ιδέα, λοιπόν, είναι ότι στο αρχικό πλαίσιο συνάντησής μας με τα όντα έχουμε να κάνουμε με μια εμπειρία που μας παρουσιάζει το πώς αληθώς βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο, πριν από οποιαδήποτε ιδέασή μας για αυτό. Αυτή η εμπειρία συνιστά το αυθεντικό έδαφος πάνω στο οποίο μόνο μπορούν να στηρίζονται φαινομενολογικά όλοι οι άλλοι τρόποι μας να βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο και ειδικά αυτοί της εξεταστικής παρατήρησης και της επιστημονικής θεώρησης. Όπως είδαμε και στον Χούσερλ στο κεφ. 2, έτσι και εδώ βλέπουμε τη Φαινομενολογία να ισχυρίζεται το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχυρίστηκε ο Έντινγκτον με το περιβόητο «πραγματικό τραπέζι» του. Ειδικά στον Χάιντεγκερ, ο ισχυρισμός λέει ότι πρωταρχικά οντολογικό δεδομένο δεν είναι το τραπέζι όπως μας το παρουσιάζουν οι επιστήμες, αλλά το τραπέζι ως όργανο της καθημερινής προ-θεωρητικής εμπειρίας μας. Το “επιστημονικό τραπέζι” είναι μια στηριγμένη θεωρητική κατασκευή και ό,τι αφορά το Είναι του είναι απλώς μια στερητική (privativ) εκδοχή του περιεχομένου της εμπειρίας που έχουμε από το στηρίζον έδαφος της πρωταρχικής εμπειρίας της οργανικότητας. Στις αναλύσεις του ο Χάιντεγκερ δεν διακρίνει με την απαιτούμενη λεπτομέρεια το επίπεδο της αντιληπτικής φανέρωσης του πόμολου ή των οργάνων γενικά από το επίπεδο της φυσικομαθηματικής, χημικής, κ.λπ. συγκρότησης ή σύστασής τους. Για μια ιδέα αυτού του προβλήματος, βλ. Theodorou (2015, κεφ. 5-6). Στο Μέρος Β θα ασχοληθούμε περισσότερο με αυτό το φαινόμενο και τις σχετικές διεργασίες στην προβολή και στην εμπειρία. 14 9 Αυτό είναι που θα μας απασχολήσει στα επόμενα: το ειδικό αποβλεπτικό φέρεσθαι ή κατανοητικό προβάλλειν του εδωνά-Είναι, στο πλαίσιο του οποίου συγκροτείται η επιστημονική και ειδικά η φυσικο-μαθηματική εμπειρία των όντων μέσα στο αντίστοιχο προσίδιο ορίζοντα δοτικότητάς τους.15 Μέρος Β 5. Η έννοια της προβολής στο Είναι και Χρόνος και τα marginalia του Husserl Στην §69.β του ΕΧ ο Χάιντεγκερ επιχειρεί μια υπαρκτική γενετική ανάλυση της επιστήμης, δηλαδή μια φαινομενολογία της νοηματικής διεργασίας συγκρότησης της λογικής θέασης της επιστήμης (της επιστήμης ιδωμένης ως θεωρίας) με αφετηρία το εδωνά-Είναι. Την επιχειρεί εξετάζοντας την ειδική αποβλεπτικο-υπαρκτική ετεροίωση του (ανθρωπίνως) υπάρχειν εν-τω-κόσμω, η οποία ονομάζεται «μαθηματική προβολή της φύσης»· δηλαδή εξετάζοντας εκείνη την ειδική τροποποίηση του υπάρχειν μας, η οποία μας θέτει στην κατάσταση της εμπειρίας που μας παρουσιάζει τον κόσμο όπως τον αντίκρυσαν, π.χ., ο Γαλιλαίος και ο Νεύτων.16 Η ιδέα που διατυπώνει είναι ότι η σύγχρονη μαθηματική Φυσική και η αντίστοιχη εμπειρία του πραγματικού είναι το αποτέλεσμα της μαθηματικής προβολής της φύσης. Κατ’ αρχάς, διευκρινίζει πως ακόμα και μέσα στην περιβλεπτική εμπειρία και τον περιβλεπτικό χειρισμό των οργάνων μπορεί να διατυπωθούν προτάσεις του τύπου «το σφυρί είναι πολύ βαρύ», χωρίς ακόμα αυτό να σημαίνει ότι διεκόπη η κατανόηση και εμπειρία των οργάνων κατά το πρόχειρο Είναι τους. Το σφυρί μπορεί να εξακολουθεί να μας δίδεται ως όργανο και εμείς να προβαίνουμε σε μια τέτοια εκτίμηση του βάρους του. Ωστόσο, το νόημα του όρου «βάρος» εδώ –όρου που βρισκόταν σε χρήση και πριν την εμφάνισή του στη γαλιλαϊκή ή στην αριστοτελική Φυσική– δεν είναι το θεωρητικό φυσικο-επιστημονικό. Αυτό το γνώρισμά του (και όχι αντικειμενική οντική ιδιότητά του) ειδοποιεί για την ακαταλληλότητά του στην επιτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου ή στον χειρισμό του από κάποιον συγκεκριμένο χρήστη, κ.λπ. Το ρητοποιηθέν αυτό γνώρισμά του σφυριού ως οργάνου μας ειδοποιεί κατά βάση ομιλιακά για τον τρόπο ή το καθεστώς της λειτουργικότητάς του σε μια χρήση και σε ένα έργο. Στη φυσικαλιστική (physikalisch) εννόηση του όρου, όμως, έχει μεσολαβήσει Στην ιδέα που θα δούμε εδώ να αναπτύσσει ο Χάιντεγκερ, υπάρχουν πολλά προβλήματα. Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με αυτό που αφορά το νόημα της «μαθηματικότητας» της νεότερης επιστήμης. Δύο άλλα προβλήματα, για τα οποία χρειάζεται χωριστή πραγμάτευση, είναι τα εξής. Πρώτον, αν η ανάλυση του Χάιντεγκερ για τη μετάβαση από την περιβλεπτική εμπειρία των οργάνων στην φυσικοεπιστημονική εμπειρία μας για αυτά είναι επαρκής ή έστω ικανοποιητική. Δεύτερον, αν και πώς ο Χάιντεγκερ μεταβάλει, στο ύστερο έργο του, την ιδέα του που μόλις συναντήσαμε για την ουσία της νεότερης επιστήμης. 16 Βλ. και Kochan 2015, σσ. 97-8. Η ιδέα ότι η ουσία της νεότερης επιστήμης συνίσταται στη μαθηματική προβολή της φύσης εμφανίζεται ήδη το 1916 στο «Η Έννοια του Χρόνου στην Ιστορία» και ο Χάιντεγκερ επανέρχεται σε αυτήν ακόμα και το 1935 στην παράδοση με τίτλο «Τι Είναι το πράγμα;» (ΤΕΠ), αλλά επίσης στα μεταγενέστερα κείμενα «Η εποχή της κοσμο-εικόνας» (1938) (ΕΚΕ), «Τι είναι η τεχνική;» (1949) (ΤΕΤ), καθώς και στο «Σκέψη και διαλογισμός» (1954) (ΣΔ). Βλέπε επίσης Kockelmans (1970b), Kisiel (1973a), (Kisiel 1973b). Παρακάτω θα δούμε, ωστόσο, ότι είναι ένα ζήτημα αν στα μεταγενέστερα κείμενα ο Χάιντεγκερ έχει μεταβάλει την αρχική του ιδέα ή όχι. 15 10 μια αντίστοιχη μετατροπή του τύπου του Είναι του όντος που στην περίβλεψη της καθημερινής επιμέριμνας (Besorgen) εμφανιζόταν ως το όργανο «σφυρί». Ο Χάιντεγκερ επεξηγεί ότι ο μετασχηματισμός αυτός συνίσταται σε έναν απο-περιορισμό (Entschräckung), ο οποίος εξάγει το όργανο από τον εν-περιορισμό (Umschräckung) του οργάνου «σφυρί» στο πολλαπλό τόπου (Platzmanningfaltigkeit) και το αποβάλει στο πολλαπλό θέσεων (Stellenmannigfaltigkeit). Αυτή η διεργασία, συνεχίζει ο Χάιντεγκερ, μεταβάλλει το Είναι του σφυριού από αυτό της προχειρότητας σε αυτό της παρευρετικότητας (Vorhandenheit), κάτι που συνιστά πράξη συγκρότησης της οντολογικής περιοχής των παρευρισκόμενων όντων στην ολότητά τους (βλ. ΕΧ, σ. 604). Από αυτά δε κατανοούμε ότι αυτή η ολότητα των παρευρισκόμενων όντων στην ολότητά τους εννοείται και τίθεται μέσα σε ένα πλαίσιο ή ορίζοντα που μόλις ονομάστηκε πολλαπλό θέσεων, το οποίο εμείς θα μπορούσαμε να εκλάβουμε ως ένα χωροειδές κάποιας υπολογισμένης μετρικής· συγκεκριμένα, για τη γαλιλαϊκή μαθηματική Φυσική: ένα ευκλείδειο τρισδιάστατο σύστημα καρτεσιανών συντεταγμένων. Ο Χάιντεγκερ συγκεφαλαιώνει την ανάλυσή του με την πρόταση ότι η μαθηματική Φυσική «προβάλλει μαθηματικά αυτή τούτη τη φύση» (ΕΧ, σ. 605). Το Εδωνά-Είναι υπάρχει και κατανοώντας, ενώ αυτό το κατανοείν εκδηλώνεται «προβολικά» (ΕΧ §31). Έτσι, «προβάλλω μαθηματικά τη φύση» σημαίνει ότι έναντι της θεωρητικής συμπεριφοράς που ονομάζουμε «μαθηματικο-φυσική συνείδηση του πραγματικού» βρίσκω τον αρχικώς περιβλεπτικά δεδομένο κόσμο της επιμέριμνας σύμφωνα με τις δυνατότητες που τα Μαθηματικά μού προδιαγράφουν για αυτόν. Ο Χάιντεγκερ το λέει ως εξής: Αυτή η προβολή ανακαλύπτει εκ των προτέρων [vorgängig] κάτι αδιάκοπα παρευρισκόμενο (την ύλη)17 και ανοίγει τον ορίζοντα για την οδηγητική θέαση των ποσοτικά καθορίσιμων συγκροτητικών του στοιχείων (κίνηση, δύναμη, τόπο και χρόνο). «Μες στο φως» μιας έτσι προβαλλόμενης φύσης μπορεί να πρωτοβρεθεί κάτι σαν το εμπειρικό γεγονός [Tatsache] και να τεθεί τούτο σε πειραματισμό οροθετημένο κανονιστικά [regulativ] απ’ αυτήν την προβολή. (ΕΧ, σ. 605) Επίσης, θέλοντας να μας κατατοπίσει κάπως καλύτερα σχετικά με τη φύση αυτής της προβολής, και με τη Φυσική που χαρακτηρίζεται από τη μαθηματικότητά της λέει: Στη μαθηματική προβολή της φύσης πρωταρχικά αποφασιστικό δεν είναι άλλωστε το μαθηματικό [αριθμητικό, γεωμετρικό, αλγεβρικό] στοιχείο σαν τέτοιο, αλλά το ότι αυτή η προβολή διανοίγει ένα a priori. Εξ άλλου και το ότι η μαθηματική Φυσική λειτουργεί ως πρότυπο δεν έγκειται στην ιδιόμορφή της ακριβολογία [Exaktheit] και υποχρεωτικότητα για «κάθε άνθρωπο», αλλά στο γεγονός ότι τα όντα που πήρε ως θέμα της αποκαλύπτονται μέσα της με τον μόνο τρόπο που μπορούν όντα να αποκαλυφτούν: με την απριορική προβολή της σύστασης του Είναι τους. (ΕΧ, σ. 605)18 Υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα που, κανονικά, θα έπρεπε να μας απασχολήσει σε μια χωριστή εργασία. Η «ύλη» της νεότερης φυσικής επιστήμης δεν μπορεί να καταστεί ποτέ παρευρισκόμενο ον (τουλάχιστον όχι με μια καθιερωμένη σημασία του τελευταίου όρου). 18 Δίπλα σε αυτή τη φράση και στα άμεσα συγκείμενά της ο Husserl έγραψε: «Όμως πώς συμβαίνει αυτό; Από πού το γνωρίζουμε αυτό;» (Husserl 1997, σ. 399 σχόλιο 362 για τις αράδες 32-41). Ο Χούσερλ φαίνεται να εννοεί ότι δεν υπάρχει εδώ μια ανάλυση των αποβλεπτικών ενεργημάτων που εμπλέκονται σε αυτόν το μετασχηματισμό εμπειρίας του πραγματικού. 17 11 Η μαθηματική προβολή, λοιπόν, μπορεί να κατορθώνει να παρουσιάζει (Gegenwärtigen) (ΕΧ 600-1, 606) πράγματι έναν κόσμο με τα όντα του, έτσι όπως υπαγορεύει μια a priori δυνατότητα που καθοδηγεί την κατανόηση. Τα όντα μπορούν να παρουσιάζονται πλέον ως θέματα μιας αποβλεπτικής στάσης που την ονομάζουμε μαθηματικο-φυσική και καθοδηγείται από δυνατότητες που είναι εκάστοτε ήδη δυνατότητες του Εδωνά-Είναι. Όμως γνωρίζουμε ήδη ότι, για τον Χάιντεγκερ, η δυνατότητα της κατανόησης να «βρίσκει» κάτι οφείλεται στο νόημα. Αν κάποια ενδόκοσμα όντα έχουν αποκαλυφτεί […], έχουν δηλαδή κατανοηθεί, λέμε ότι έχουν νόημα. […] Νόημα είναι αυτό μες στο οποίο διατηρείται η δυνατότητα κατανόησης κάτινος. […] Νόημα είναι ο από προγενέστερη κατοχή, θέαση και εννόηση ορίζοντας κάθε προβολής [Woraufhin des Entwurfs], με βάση τον οποίο κάτι γίνεται κατανοητό ως κάτι. (ΕΧ, σ. 253-4) Σε ένα άλλο σημείο συμπληρώνει: «Νόημα είναι ο ορίζοντας της πρωταρχικής προβολής [das Woraufhin des Primären Entwurfs] βάσει της οποίας κάτι μπορεί να νοηθεί ως αυτό που είναι μέσα στη δυνατότητά του» (ΕΧ, σ. 551).19 Άρα η μαθηματική προβολή είναι μια αποβλεπτική στάση του εδωνά-Είναι προς τον πρωταρχικά δεδομένο κόσμο, η οποία καταφέρνει να μας τον επαν-εμφανίζει σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίζεται από ένα a priori διαθέσιμο, ειδικού τύπου νόημα. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, λοιπόν, είναι να δούμε τι άλλο ή τι περισσότερο έχει να μας πει ο Χάιντεγκερ για το φαινόμενο της μαθηματικότητας και της μαθηματικοποίησης. 6. Το μαθηματικό και η απριορικότητα στο Τι Είναι το Πράγμα; Θα δούμε αμέσως τι λέει ο Χάιντεγκερ για τη μαθηματική προβολή και την απριορικότητά της και στην §Β.Ι.5 του Τι Είναι Ένα Πράγμα; (1936). Εκεί αναφέρεται εκτενέστερα και πιο συγκεκριμένα στο ζήτημα που μας ενδιαφέρει. Η νεότερη επιστήμη, λέει εκεί, δεν ξεχωρίζει από την αρχαία και τη μεσαιωνική, επειδή, υποτίθεται, οι δεύτερες επιδίδονταν μόνο σε αφηρημένες εννοιολογικές αναλύσεις, ενώ η πρώτη ασχολείται με τα γεγονότα, είναι πειραματική, και βασίζεται στη μέτρηση. Με κάποιο τρόπο και η νεότερη επιστήμη ξεκινά με καθολικές προτάσεις και έννοιες, και η αρχαία και μεσαιωνική επιστήμη γνώριζε να πειραματίζεται και να αναπτύσσει τεχνικές, ενώ δεν αγνοούσε και τους αριθμούς, τις μετρήσεις, και τους υπολογισμούς. Η νεότερη επιστήμη λέει ο Χάιντεγκερ ξεχωρίζει γιατί είναι μαθηματική. Όμως την απάντηση για το σε τι συνίσταται αυτή η μαθηματικότητα δεν μπορούμε να την πάρουμε από τα Ενώ δίπλα στις επόμενες επεξηγήσεις που επιχειρεί να δώσει ο Χάιντεγκερ για το νόημα ο Husserl σχολιάζει: «Τι μπερδεμένες τυπικότητες, μόνο και μόνο για να μη χρησιμοποιήσει την αποβλεπτικότητα!» (Husserl 1997, σ. 382 σχόλιο 324 για τις αράδες 22-32). Το στοιχείο αυτό στην ανάλυση του Χάιντεγκερ για το νόημα και την προβολή παρατηρήθηκε και από τον Κίζιελ: «είναι αξιοσημείωτο ότι στο σημείο αυτό [ο Χάιντεγκερ] προσφεύγει υπόρρητα στην ιδέα του Husserl περί συμβολικής ή “κενής” απόβλεψης: η εγκαθιδρυτική [inaugurating] προβολή διανοίγει ένα πεδίο που αναμένεται στη συνέχεια να ‘πληρωθεί’ [εποπτικά] από τις συγκεκριμένες [particular] ανακαλύψεις της επιστήμης» (Kisiel 1973a, σ. 229). Στο πλαίσιο της χαϊντεγκεριανής φιλοσοφίας της επιστήμης αυτή δεν είναι η μόνη σχέση εξάρτησης από τις θεματικές της φαινομενολογίας του Husserl που εντοπίζει εκεί ο Κίζιελ, π.χ., βλέπε την αναφορά του στην πρώιμη ιδέα του Χάιντεγκερ περί μιας «λογικής ως θεωρίας της επιστήμης» στην έννοια της «θεματοποίησης», του «υλικού a priori» (όπ.π., σσ. 224κ.εε)· βλέπε και Kisiel (1973b, σ. 114). 19 12 Μαθηματικά, γιατί και αυτά δεν είναι παρά μια ειδική έκφανσή της. Κατά τη συνήθη τακτική του, το χαμένο νόημα θα το αναζητήσει στην αυθεντία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και σκέψης που για πρώτη φορά χρησιμοποίησε την έννοια της μάθησης, του μαθήματος, και των Μαθηματικών. Μάθημα είναι ό,τι μπορεί να μαθευτεί και να διδαχτεί, το λαμβάνειν γνώση για κάτι και το περιεχόμενο αυτής της γνώσης.20 Επίσης η λέξη «μαθηματικό» συνδέεται συνήθως με τους αριθμούς. Όμως δεν είναι το μαθηματικό που έχει να κάνει με τους αριθμούς, αλλά αντίθετα οι αριθμοί έχουν να κάνουν με το μαθηματικό. Τα μαθήματα αφορούν συνήθως τα πράγματα και ό,τι μαθαίνουμε ή διδάσκουμε για αυτά. Ενδιαφερόμαστε να μάθουμε τι είναι αυτό που κάνει ένα πράγμα να είναι πράγμα, ένα φυτό να είναι φυτό, έναν άνθρωπο να είναι άνθρωπος, κ.λπ. Όμως, διαπιστώνει κανείς ότι την πραγμοσύνη του πράγματος, τη φυτικότητα του φυτού και την ανθρωπινότητα του ανθρώπου με μία έννοια τις γνωρίζουμε ήδη, αφού ήδη γνωρίζουμε τα πράγματα, τα φυτά και τον άνθρωπο. Τα μαθήματα, το μαθηματικό, είναι αυτό που όντως ήδη γνωρίζουμε “στα” πράγματα, αυτό που δεν το ανακτούμε για πρώτη φορά από τα πράγματα, αλλά, με έναν ορισμένο τρόπο, αυτό που εμείς οι ίδιοι φέρουμε [σε αναφορά προς αυτά]. (Heidegger 1984, σ. 74) […] Οι αριθμοί είναι η πλέον οικεία μορφή του μαθηματικού στη συνήθη δοσοληψία μας με τα πράγματα, όταν υπολογίζουμε ή μετράμε οι αριθμοί είναι το πλησιέστερο σε αυτό που γνωρίζουμε από τα πράγματα χωρίς να το δημιουργούμε/παράγουμε από αυτά. (όπ.π., σ. 75) […] Το μαθηματικό είναι εκείνη η πρόδηλη όψη των πραγμάτων, μέσα στην οποία κινούμαστε εκάστοτε ήδη και σύμφωνα με την οποία έχουμε την εμπειρία των πραγμάτων ως πραγμάτων και ως τέτοιων πραγμάτων. Το μαθηματικό είναι αυτή η θεμελιακή στάση μας προς τα πράγματα, από την οποία προσλαμβάνουμε τα πράγματα ως αυτά που μας είναι, που θα έπρεπε να μας είναι, και που θα όφειλαν να μας είναι ήδη δεδομένα. Το μαθηματικό είναι έτσι η θεμελιακή προϋπόθεση για τη γνώση των πραγμάτων. (όπ.π., σ. 76) Μέχρι εδώ είδαμε ότι για τον Χάιντεγκερ η νεότερη επιστήμη χαρακτηρίζεται από αυτό που ονόμασε «μαθηματική προβολή». Μαθηματικό, σύμφωνα με αυτά που μόλις είπαμε είναι ό,τι από τα πράγματα γνωρίζουμε ήδη. Έτσι, με την έκφραση «μαθηματική Φυσική» πρέπει να ονομάζεται μια στάση από την οποία συναντάμε τον κόσμο των καθημερινών δοσοληψιών στη βάση κάποιας ειδικής κατηγορίας γνώσης που ήδη διαθέτουμε για αυτόν. Ποια διαφορά πρέπει να υπάρχει μεταξύ της στάσης των αρχαίων και των μεσαιωνικών από τη μια και των φυσικών της νεότερης ιστορίας από την άλλη έναντι του καθημερινού κόσμου; Ποια διαφορά σε αυτή τη στάση επέτρεψε να ιδωθεί μόνο στη νεότερη ιστορία ο κόσμος σύμφωνα με το ειδικό μάθημα που ήδη γνωρίζουμε για αυτόν; Και ποιο μάθημα μπορεί να είναι αυτό που ήταν ήδη γνωστό στη νεότερη εποχή και έγινε ρητό μόνο σε αυτήν αλλά όχι και στην προηγούμενη ιστορία; Με ποια έννοια μπορεί ένα τέτοιο μάθημα να είναι εκάστοτε ήδη γνωστό, αλλά συνέβη/συμβαίνει να ρυθμίζει μια στάση μόνο από κάποιο ιστορικό σημείο και μετά, ενώ προηγουμένως από αυτό όχι; Στο ΤΕΠ ο Χάιντεγκερ διακρίνει τα μαθήματα, όπως σκιαγραφήθηκαν από τα φυσικά (τα όντα καθόσον εκπηγάζουν και αναφαίνονται αφ’ εαυτών τους), από τα ποιούμενα (τα όντα καθόσον φτιάχνονται από τους ανθρώπους), από τα χρήματα (τα όντα καθόσον βρίσκονται στη διάθεση του ανθρώπου για χρήση ή χρησιμοποιούνται), και από τα πράγματα (τα όντα καθόσον ο άνθρωπος έχει να κάνει μαζί τους, εργάζεται με αυτά, τα χρησιμοποιεί, τα μετασχηματίζει, τα κοιτά, τα εξετάζει, κ.λπ. Βλ. Heidegger 1984, σ. 53. 20 13 Ο Χάιντεγκερ μας θυμίζει ότι, παρά την διαδεδομένη προκατάληψη ότι η Φυσική του Αριστοτέλη βασίζεται σε ανάλυση εννοιών μακριά από τα φαινόμενα, ενώ η νεότερη Φυσική βασίζεται στην παρατήρηση των φαινομένων, τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Νεύτων σκοπό της επιστήμης τους έθεσαν το λέγειν ὁμολογούμενα τοῖς φαινομένοις, τα οποία ἀεὶ κυρίως κατὰ τὴν αἴσθησιν εἰσίν (Περί Ουρανού 306a). Όμως, παρατηρεί, αυτή η αρχική ομοιότητα στη στάση εξαφανίζεται όταν εξετάσουμε καλύτερα τι είναι αυτό που στην πραγματικότητα γίνεται κατανοητό ως φαινόμενο και πώς αυτό ερμηνεύεται στη μια και στην άλλη περίπτωση. Και στην αρχαιότητα και στη νεότερη εποχή η Φυσική είχε ως θέμα της τις φυσικές και τις βίαιες κινήσεις κατά τόπον. Για τον Αριστοτέλη, όμως, η κίνηση είναι κάτι που εξαρτάται από τη φύση του ίδιου του σώματος που κινείται μέσα σε ένα ουσιολογικά πολωμένο χώρο (κόσμο), δηλαδή σε ένα πλαίσιο πραγματικότητας στο οποίο υπάρχουν προσίδιοι τόποι για τα τέσσερα βασικά στοιχεία και για τα σώματα που αποτελούνται από αυτά. Έτσι, η κίνηση ενός σώματος ορίζεται με βάση την περιοχή (τόπο) στην οποία εκάστοτε βρίσκεται κατά το ταξίδι του προς τον προσίδιο τόπο του που είναι, εν τέλει, και ο τόπος προορισμού του. Έτσι φυσικές είναι οι κινήσεις εκείνες κατά τις οποίες τα σώματα οδεύουν προς τον προσίδιο τόπο τους, δηλαδή προς τον τόπο του κόσμου, όπου κυριαρχεί η ουσία που είναι συγγενής με την ουσία του κινούμενου σώματος. Από τις φυσικές κινήσεις τέλεια είναι η αιώνια κυκλική που προσιδιάζει στα ουράνια σώματα και η ευθεία που ακολουθούν τα γήινα σώματα κατά την επιταχυνόμενη πτώση τους (επιστροφή) προς την ουσιακή κοιτίδα τους (τη γη) πάνω στη Γη. Εκτός από την τέλεια κυκλική κίνηση των ουράνιων σωμάτων, κάθε κίνηση σταματά, όταν το σώμα φτάσει στον τόπο του. Εξωτερικό αίτιο για την κίνηση πρέπει να αναζητηθεί μόνο για τις βίαιες κινήσεις, δηλαδή για τις ουσιολογικά αντί-φορες ή παρά-φορες κινήσεις και για τις ευθείες κινήσεις που δεν φαίνεται να σταματούν. Ο πρώτος νόμος του Νεύτωνα αλλάζει ριζικά την εικόνα για τη δυναμική του κόσμου. Η μελέτη της κίνησης δεν βλέπει πλέον διαφορετικά κατά τη φύση τους σώματα, αλλά μόνο σώματα εν γένει (κατά το ποσό της ύλης που εμπεριέχουν), ο διαχωρισμός του κόσμου σε υπερσελήνιο και υποσελήνιο έχει αρθεί, η κίνηση παύει να είναι πολωμένη (φορά), ενώ χωρίς εξωτερικό αίτιο δυνατή είναι μόνο η ομοιόμορφη κίνηση σε ευθεία ή η στάση. Το σώμα δεν έχει τον τόπο του, αλλά και η εκάστοτε θέση του είναι πλέον ισοδύναμη με κάθε άλλη δυνατή θέση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί μέσα σε έναν ομογενοποιημένο και ισότροπο χώρο. Η κίνηση δεν ορίζεται πλέον ως κίνηση κατά τόπον, αλλά με βάση τα διαστήματα (ενδιάμεσα μεταξύ τόπων), είναι κίνηση σε μετρούμενες αποστάσεις που διανύονται με μετρούμενους ρυθμούς. Πλέον η φύσις δεν έχει να κάνει με την υφή (ή ουσιολογική σύνθεση) του πράγματος που καθορίζει τη μορφή της κίνησής του και τον τόπο του, αλλά είναι το ομοιόμορφο χωρο-χρονικό πλαίσιο της κίνησης. Ο Χάιντεγκερ διευκρινίζει πως αυτή η νέα θέαση της πραγματικότητας συνίσταται σε αυτό που γνωρίζουμε ως «μαθηματική προβολή της φύσης» και επιχειρεί να αναδείξει οξύτερα τα γνωρίσματά της με την εξής πυκνή συγκεφαλαίωση: 14 1. Η μαθηματική προβολή διανοίγει για πρώτη φορά ένα πεδίο (Spielraum), όπου τα πράγματα αυτο-δηλούνται –γίνονται τα φαινόμενα που αναγνωρίζονται– ως σκέτα «γεγονότα». 2. Η προβολή σημαίνει μια οντοθεσία (Setzung): τίθεται το πώς θα εκληφθούν (Dafürhalten) τα πράγματα, το πώς θα αποτιμηθούν (würdigt) εκ των προτέρων. Αυτή, μας λέει ο Χάιντεγκερ, είναι η σημασία του αρχαιοελληνικού ἀξιόω και του ἀξιώματος. 3. Ως αξιωματική η μαθηματική προβολή είναι η προ-εννόηση (Vorausgriff) της ουσίας των πραγμάτων ως σωμάτων· είναι η προδιαγραφή του βασικού σχεδίου (Grundriß) της δομής κάθε πράγματος και της σχέσης του με τα άλλα. 4. Σε αυτό το βασικό σχέδιο αξιώνεται να εντάσσονται στο μέλλον όλα τα πράγματα που μπορούν να συμμορφώνονται με αυτό, δηλαδή κάθε τι μέσα στη φύση εννοημένη ως «επικράτεια του ομογενούς χωροχρονικού πλαισίου της κίνησης» (όπ.π., σ. 93). 5. Η προβολή με βάση το προ-εννοημένο αξιωματικό σχέδιο πρέπει να συνδεύεται και από τον αντίστοιχο τρόπο πρόσβασης προς τα έτσι αξιούμενα πράγματα. Φυσικο-μαθηματικά προσδιορισμένα πράγματα είναι αυτά που φτάνουν να αυτοδηλούνται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του σχεδίου, δηλαδή αποκλειστικά από την άποψη της θέσης που καταλαμβάνουν ανά χρονική στιγμή, με βάση τις τρεις αρχές του Νεύτωνα. Τα πράγματα δε μπορούν να αυτο-δηλούνται έτσι μέσα στα πειράματα. Η νεότερη επιστήμη, παρατηρεί ο Χάιντεγκερ, είναι πειραματική εξ αιτίας της μαθηματικής προβολής, η οποία κάνει σαφές κάθε τι που μπορεί να εξετάζεται σε ένα πείραμα. «Η πειραματική επιτακτικότητα για καταφυγή στα γεγονότα είναι μια αναγκαία συνέπεια της προηγούμενης υπερπήδησης (Überspringung) κάθε γεγονότος [διάβαζε: απλώς εμπειρικού δεδομένου]. Όταν αυτή η υπερπήδηση παύει ή εξασθενεί [διάβαζε: συγκαλύπτεται και περιπίπτει στη λήθη], τότε απλώς συλλέγονται σκέτα γεγονότα και ξεκινά ο θετικισμός» (όπ.π., σσ. 93-4). 6. «[Η] προβολή εγκαθιδρύει μια ομοιομορφία […] η οποία καθιστά δυνατό ένα καθολικό ομοιόμορφο μέτρο ως ουσιώδη προσδιορισμό των πραγμάτων, δηλαδή την αριθμητική μέτρηση» (όπ.π., σ. 94). Δεν είναι η εν λόγω προβολή μαθηματική επειδή χρησιμοποιεί ήδη υπάρχοντα Μαθηματικά. Είναι η μαθηματική προβολή που οδηγεί στην ανάπτυξη των Μαθηματικών (με τη στενή έννοια) που αυτή απαιτεί (Αναλυτική Γεωμετρία, Απειροστικό ή Διαφορικό Λογισμό, κ.λπ.). 7. Η μαθηματική προβολή και το mente concipere Το ερώτημα τώρα αφορά τη σύνδεση του πρώτου αξιώματος του Νεύτωνα επί του πραγματικού, και πιο συγκεκριμένα με ποια έννοια το μαθηματικό είναι καθοριστικό σε αυτήν (βλ. σχετικά Heidegger 1984, σσ. 87-9). Εδώ φτάνουμε σε ένα σημείο δυνητικώς πολύ ενδιαφέρον για το ερώτημα αναφορικά με την ουσία του νοητικού πειραματισμού και τη σχέση του με τις –φυσικές ιδιαίτερα– επιστήμες. Ας δούμε τι είναι αυτό που πρέπει να τραβήξει την προσοχή μας. Γράφει σχετικά: Τι συμβαίνει με αυτόν [τον πρώτο νόμο]; Μιλάει για ένα σώμα, corpus quod a viribus impressis non cogitur, ένα σώμα που έχει αφεθεί μόνο του. Πού το βρίσκουμε; Τέτοιο σώμα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει, επίσης, και κανένα πείραμα που θα μπορούσε, με κά- 15 ποιον τρόπο, να φέρει ένα τέτοιο σώμα το πλαίσιο μιας εποπτικής παράστασης. Κι όμως, η νεότερη επιστήμη, σε αντίθεση με την απλώς διαλεκτική εννοιολογική ποιητική του μεσαιωνικού Σχολαστικισμού και της επιστήμης του, όφειλε να θεμελιώνεται στην εμπειρία. Αντί για αυτό, όμως, θέτει στην κορυφή μια τέτοια θεμελιακή αρχή [Grundsatz]. Αυτή η αρχή μιλά για ένα πράγμα που δεν υπάρχει. (Heidegger 1984, σσ. 89-90) […] Σε μια τέτοια αξίωση βασίζεται το μαθηματικό, δηλαδή στην εφαρμογή ενός προσδιορισμού του πράγματος, ο οποίος δεν αντλείται με τρόπο εμπειρικό από αυτό το ίδιο το πράγμα κι ωστόσο βρίσκεται στη βάση κάθε προσδιορισμού των πραγμάτων, καθιστώντας τους δυνατούς και προετοιμάζοντας το χώρο για αυτούς. Μια τέτοια θεμελιακή σύλληψη των πραγμάτων δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε αυτονόητη. (όπ.π., σ. 90) Αν κάποιος άφηνε δύο σώματα διαφορετικού βάρους να πέσουν ταυτόχρονα από την κορυφή του πύργου της Πίζας, σημειώνει ο Χάιντεγκερ, τόσο ο Γαλιλαίος όσο κι ένας αριστοτελικός θα έβλεπε ότι τα δύο σώματα θα έφταναν στο έδαφος με μια οσοδήποτε ελάχιστη χρονική διαφορά και όχι την απολύτως ίδια στιγμή. Ο Γαλιλαίος, όμως, κάνει κάτι αποφασιστικό: ισχυρίζεται ότι κάτω από συνθήκες που θα ήταν αδύνατο να διασφαλιστούν (αν αφαιρούσαμε απολύτως κάθε αντίσταση στην κίνηση των σωμάτων), τα δύο σώματα θα έφταναν στο έδαφος απολύτως ταυτόχρονα. Αυτό δεν είναι κάτι που ο ίδιος ή ο αριστοτελικός το βλέπει να γίνεται εμπειρικά. Πώς, λοιπόν, ο Γαλιλαίος επιμένει τόσο ακλόνητα στη θέση του; Πώς ακριβώς συμβαίνει να έχει ενώπιόν του μια τέτοια θέα των πραγμάτων; Η απάντηση του Χάιντεγκερ είναι ότι ο Γαλιλαίος προβάλει μαθηματικά τη φύση. Ιδού πως αναλύει αυτή την ιδέα τώρα στο ΤΕΠ. Στους Διαλόγους του ο Γαλιλαίος λέει ότι «συλλαμβάνει με το νου του» (mente concipio) ένα σώμα που ρίχνεται για να κινηθεί πάνω σε ένα απείρως εκτεινόμενο οριζόντιο επίπεδο, έχοντας εξαλείψει από το δρόμο του κάθε δυνατό εμπόδιο.21 Κάτω από αυτές τις συνθήκες θεωρεί ότι το σώμα θα κινηθεί αενάως και ομοιόμορφα πάνω στο οριζόντιο επίπεδο (στον Γαλιλαίο: όσο αυτό εκτείνεται έτσι κατά μήκος της επιφάνειας της Γης22). Αυτή η νέα επεξήγηση της μαθηματικής προβολής ως mente concipere είναι το στοιχείο που αναζητούμε εδώ. Το mente concipere, το sich-im-Geiste-denken το εν-τω-νου-διανοείσθαι, συνιστά την a priori «αυτο-παροχή μιας γνώσης [sich-selbst-eine-Kenntnis geben] σχετικά με έναν προσδιορισμό των πραγμάτων» (όπ.π., σ. 91).23 Για να αναγνωρίσουμε, λοιπόν, όντα και φαινόμενα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της νεότερης Φυσικής και για να εξετάσουμε σε αυτά ό,τι μας ενδιαφέρει, προηγείται μια προβολή ή ένα σχέδιο (Entwurf)24 για το πώς πρέπει να ιδωθούν τα «Χωρίς πείραμα, είμαι σίγουρος ότι το αποτέλεσμα θα είναι όπως στο λέω, γιατί πρέπει να συμβεί με αυτό τον τρόπο» (Γαλιλαίος 1967, σ. 145). Η αναφορά όρων όπως «υποθέτω», «παραδοχή», «συλλαμβάνω με το νου», κ.λπ., σε αυτό το πλαίσιο, είναι αρκετά συχνή και ενδεικτική του πλαισίου του Διαλόγου. Βλέπε και Koyré 1992a, σσ. 65, 71, 75, αλλά και 80. 22 Ο Χάιντεγκερ δεν διακρίνει μεταξύ της λανθασμένης αρχής αδράνειας του Γαλιλαίου και της ορθής του Καρτέσιου ή του Νεύτωνα. 23 Βλ. και Kockelmans 1985, σσ. 149-50. 24 Αυτήν ακριβώς την ιδέα, όπως και τη μαθηματική προβολή και τον γενικό χαρακτήρας της μαθηματικότητας (αλλά και τον ειδικό της μαθηματικότητας και ακόμα ειδικότερα αυτόν των σύγχρονων Μαθηματικών), ο Χάιντεγκερ την προϋποθέτει και τη χρησιμοποιεί και στο κείμενο «Η Εποχή της Κοσμοεικόνας» (Heidegger 1977, σσ. 77-8). Βλ. και Kockelmans 1970b, σ. 188. 21 16 πράγματα.25 Πρόκειται, δηλαδή, για μια a priori νοητικά συλλαμβανόμενη γνώση, για ένα «μάθημα», που αφορά τα πράματα και δεν αντλείται από αυτά με εμπειρική παρατήρηση, αλλά βρίσκεται στη διάθεση του θεωρούντος ως a priori δυνατότητα επανεμπειρίας των όντων, η οποία προβάλλεται αποβλεπτικώς σε αυτά. Εν προκειμένω, στη γαλιλαϊκή Φυσική η μαθηματική προβολή επαν-εμπειράται a priori τα όντα θεωρώντας τα ως παρευρισκόμενα σκέτα σώματα με ακριβολογικά μετρήσιμες ιδιότητες,26 τα οποία αλληλεπιδρούν μέσα σε έναν ομογενή χώρο με τον τρόπο που προδιαγράφει για αυτά μια αρχή της αδράνειας ως ορισμός της πρότυπης κίνησης. Δυστυχώς, στον Νεύτωνα, η στιγμή της σύλληψης του σχεδίου και της προβολής οδεύει ήδη προς τη συγκάλυψή της. Μόνο στον Γαλιλαίο, ο οποίος για πρώτη φορά «σκέφτηκε από τα πριν» (vorausdachte) (όπ.π., σ. 91), δηλαδή ενεργοποίησε αυτή τη μαθηματικότητα, η στιγμή του προσχέδιου και της προδιαγραφής, η στιγμή της προετοιμασίας για την ειδικά μαθηματικο-φυσική επανερμήνευση των πραγμάτων είναι ακόμα φανερή. 8. Το mente concipere ως νοητικός πειραματισμός Για να αντιληφθούμε καλύτερα τον χαρακτήρα αυτού του εν-τω-νου-διανοητικώςσυλλαμβάνειν μπορεί να μας βοηθήσει το κείμενο του Χάιντεγκερ «Η έννοια του χρόνου στην Ιστορία» από το 1916.27 Στην αρχαία και τη μεσαιωνική επιστήμη, διαβάζουμε εκεί, η έρευνα της φύσης αποσκοπούσε στην ανακάλυψη της μεταφυσικής ουσίας και των κρυμμένων ουσιακών αιτίων («κρυμμένων ποιοτήτων» [verborgenen Qualitäten], Heidegger 1978a, σ. 421) πίσω από τα παρατηρημένα φαινόμενα. Η επιστήμη του Γαλιλαίου, ωστόσο, χαράσσει μια ριζικά νέα μέθοδο. Αναζητά νόμους (Gesetze) στους οποίους να υπάγεται η πολλαπλότητα των ομοειδών φαινομένων, βασικά η κίνηση των υλικών σωμάτων. Τούτο, δε, το επιχειρεί με έναν ρηξικέλευθο τρόπο, όπως φαίνεται με την «ανακάλυψη» (Auffindung) του νόμου της βαρύτητας. Ο αρχαίος τρόπος έρευνας της φύσης προσεγγίζει το πρόβλημα της [ελεύθερης] πτώσεως των σωμάτων παρατηρώντας πρώτα μεμονωμένα φαινόμενα τέτοιων πτώσεων και προσπαθώντας, κατόπιν, να συναγάγει [herauszubringen] αυτό που είναι κοινό σε όλα τους, ώστε, στο τέλος, να συναγάγει αυτό που μπορεί να είναι η ουσία του φαινομένου της πτώσεως των σωμάτων. Ο Γαλιλαίος, ωστόσο, δεν ξεκινά από την παρατήρηση μεμονωμένων περιπτώσεων φαινομένων [ελεύθερης] πτώσεως σωμάτων [για να φτάσει στην ουσία του φαινομένου], αλλά με μια γενική παραδοχή (υπόθεση) [Annahme (Hypothese)] η οποία Για τη χρήση του όρου Entwurf, βλ. και την περίφημη σχετική φράση του Καντ (ΚΚΛ, σ. Βxiii). Επίσης Kisiel 1973a, σ. 230 υπσ. 57. 26 Ο Χάιντεγκερ δεν υπεισέρχεται σε αυτό το απαραίτητο για τη νεότερη Φυσική στοιχείο, δηλαδή στη μεσολαβούσα εξιδανίκευση και έμμεση μαθηματικοποίηση, διεργασίες τις οποίες θεματοποίησε, ωστόσο, ο Χούσερλ. 27 Προφανώς, ένα ερώτημα που δημιουργείται αυτόματα είναι κατά πόσο για να καταλάβουμε την έννοια του μαθήματος, της μαθηματικότητας και της μαθηματικής προβολής σε κείμενα του Χάιντεγκερ του 1927 και του 1935 μπορούμε να βασιζόμαστε σε ένα πρώιμο κείμενό του από το 1916. Αν και, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, αυτό το ζήτημα έχει συζητηθεί ελάχιστα και μόνο περιφερειακά, συμφωνώ με την εκτίμηση, στις σχετικές συζητήσεις, ότι ουσιαστικά οι υπό συζήτηση έννοιες δεν μεταβάλλονται ριζικά αλλά μόνο αναπτύσσονται και επεξηγούνται σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος. Βλ. Glazebrook 2000, σσ. 14, 53, 56, 61, 64, 69-70· Roubach 2008, σσ. 2, 47· επίσης ο Κόιφερ σημειώνει ρητά ότι «δεν υπάρχει καμία ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ο Χάιντεγκερ συλλαμβάνει την μαθηματική προβολή της φύσης» (Käufer 2008). 25 17 διακηρύσσει ότι, αν αφεθούν ελεύθερα, τα σώματα πέφτουν με τρόπο ώστε η ταχύτητά τους αν αυξάνεται σε αναλογία με τον χρόνο (v = g · t). (Heidegger 1978a, σ. 419) Για να περιγράψει αυτό που εννοεί ως ρηξικέλευθο στη νεότερη Φυσική, δηλαδή για τον χαρακτήρα του «μαθήματος», ο Χάιντεγκερ χρησιμοποιεί εδώ τους όρους παραδοχή (Annahme) και υπόθεση (Hypothese). O Γαλιλαίος για πρώτη φορά δεν ξεκίνησε από την παρατήρηση ταυτόσημων φαινομένων, αλλά από μια «παραδοχή (υπόθεση)», ότι αν τα σώματα αφεθούν να πέσουν ελεύθερα χωρίς αντιστάσεις, τότε αυτά επιταχύνονται ομαλά. Φυσικά, το να πει κανείς σε αυτό το πλαίσιο ότι ο Γαλιλαίος εισαγάγει παραδοχές ή υποθέσεις ούτε ακριβώς ορθό είναι ούτε από μόνο του αυτό διαλευκαίνει στην πραγματικότητα κάτι ουσιαστικό για τη νεότερη επιστήμη. Σε αυτό θα επανέλθουμε, αλλά προηγουμένως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι για αυτή την «υπόθεση», για την υποθετικό χαρακτήρα του μαθήματος που προϋποτίθεται στη νεότερη προβολή της φύσης. Για την Γκλέιζμπρουκ, αυτό που λέει ο Χάιντεγκερ είναι ότι «ενώ ο Αριστοτέλης προχωρούσε κάνοντας γενικεύσεις στη βάση μιας σειράς παρατηρήσεων, η μέθοδος του Γαλιλαίου, αντίθετα, είναι να υποθέσει έναν καθολικό νόμο» [τον v = g · t]» (Glazebrook 2000, σ. 54· οι εμφάσεις προστέθηκαν). Θεωρώ ότι προκύπτει εδώ ένα ζήτημα τόσο με τη χρήση της ιδέας της «γενίκευσης» όσο και με αυτήν του «καθολικού νόμου» που τίθεται ως υπόθεση ή υιοθετείται ως παραδοχή. Αν και βρίσκει ερείσματα στο κείμενο του Χάιντεγκερ, είναι ασφαλώς λάθος να εννοήσουμε ότι η επιστημονική μεθοδολογία του Αριστοτέλη ήταν η επαγωγική γενίκευση των παρατηρούμενων στα φαινόμενα με βάση έναν αριθμό παρατηρήσεων. Μια τέτοια ανάγνωση διαβάζει την αριστοτελική μεθοδολογία με τον τρόπο που του προσήψε ο Φράνσις Μπέικον, ο οποίος είναι λανθασμένος, αφού αγνοεί την λεπτομέρεια της ιδέας περί επαγωγής, την οποία ο Αριστοτέλης αναπτύσσει στο Β.19 των Αναλυτικών Υστέρων.28 Επίσης, η Γκλέιζμπρουκ διαβάζει την περιγραφή του Χάιντεγκερ για το περιβόητο «πείραμα της Πίζας» του Γαλιλαίου ως πραγματικό πείραμα το οποίο επικυρώνει έναν εμπειρικό φυσικό νόμο, συγκεκριμένα, τον v = g · t. «Το πείραμα του Γαλιλαίου με την ελεύθερη πτώση είναι αποφασιστικό για τη νεότερη επιστήμη, με την έννοια ότι με αυτό ο ίδιος ιδρύει τη Φυσική ως έρευνα για νόμους της φύσης» (Glazebrook 2000, σ. 54).29 Από την ανάλυσή της προκύπτει πως η ίδια θεωρεί ότι, συνολικά, εδώ έχουμε μια «υπόθεση» του Γαλιλαίου, η οποία επαληθεύεται (μιας και ο Χάιντεγκερ παρουσιάζεται θιασώτης της ιδέας περί αποφασιστικών ή κρίσιμων πειραμάτων, Glazebrook 2000, σσ. 70, 76) με το πείραμα και την παρατήρηση. Η ανάγνωση αυτή, πάντως, όσο και αν μας εκπλήσσει από την πλευρά της Φαινομενολογίας, δεν είναι Τόσο η ανάλυση του Χάιντεγκερ όσο και η ανάγνωση της Γκλέιζμπρουκ δεν επαρκούν για να αναδείξουν αυτή την αριστοτελική επαγωγή, η οποία δεν είναι η απλή καταριθμητική, αλλά βρίσκεται πολύ κοντά στη μέθοδο που σήμερα είναι γνωστές ως «απαγωγή» (abduction) ή «συναγωγή στη βέλτιστη εξήγηση» (inference to the best explanation). Δεν είναι, όμως, κατάλληλο το παρόν πλαίσιο για να επεκταθώ περισσότερο πάνω σε αυτό. 29 Βλ., επίσης, Glazebrook 2000, σσ. 74-5. 28 18 ούτε αυθαίρετη ούτε λανθασμένη. Υποστηρίζεται από τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Χάιντεγκερ συνεχίζει την ανάλυσή του μετά από ανωτέρω παρατεθέν χωρίο. Από αυτόν [τον «νόμο» v = g · t] συνάγεται και η εξίσωση [για τον νόμο του διανυόμενου διαστήματος] s = g/2 · t2. Ο Γαλιλαίος έλεγξε αυτή την εξίσωση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, έναντι των οποίων την επικύρωσε [bestätigt]. Η ανωτέρω παραδοχή, λοιπόν, ισχύει και από αυτήν αποκομίζεται με καθαρή [λογική] παραγωγή ο νόμος [του διανυόμενου διαστήματος] που ακολούθως επικυρώνεται με πείραμα. (Heidegger 1978a, σ. 419) Τι έχουμε εδώ, λοιπόν; Έχουμε μια αδρή συμφωνία με το υποθετικο-παραγωγικό πρότυπο λειτουργίας της επιστήμης. Η επιστήμη συλλαμβάνει θεωρητικές υποθέσεις και τις επαληθεύει ή έστω τις επικυρώνει με το πείραμα και την παρατήρηση, καταλήγοντας σε γενικούς καλυπτήριους νόμους. Η Γκλέιζμπρουκ, μάλιστα, βλέπει ότι στο ΤΕΠ ο Χάιντεγκερ ουσιαστικά εγκαταλείπει οριστικά την ιδέα ότι η επιστήμη θεμελιώνεται μεταφυσικά, με τη λογική της a priori θεμελίωσης της σχετικής περιοχιακής οντολογίας, και την βλέπει πλέον ως ένα ιστορικό συμβάν που διαμορφώνεται μέσα από εμπειρικές (a posteriori) διεργασίες.30 Για την ίδια αυτό σημαίνει ότι ο Χάιντεγκερ εγκαταλείπει τον οντολογικό/φιλοσοφικό δρόμο της ανάλυσης για την a priori θεμελίωση της Φυσικής μέσω της μαθηματικής προβολής και στρέφεται προς την έρευνα της πραγματικής ιστορικής εργαστηριακής/πειραματικής εργασίας στις επιστήμες. Ο Ρούμπαχ (M. Roubach), επίσης, αναφερόμενος στο ΤΕΠ, σημειώνει ότι «ο Χάιντεγκερ εξαγάγει τη μαθηματική φύση της σύγχρονης επιστήμης από τον νόμο (law) της αδράνειας, όπως αυτός παρουσιάζεται στα Principia του Νεύτωνα» (Roubach 2008, σ. 85· η έμφαση προστέθηκε). Συνεχίζει, ωστόσο, υποστηρίζοντας ότι στην ανάλυση του ΤΕΠ μπορούμε να διακρίνουμε ότι η μαθηματική προβολή δεν προσεγγίζεται υπαρκτικά, δηλαδή, κατά τον Ρούμπαχ, δεν παρουσιάζεται πλέον στη σύνδεσή της με τη θεμελιακή οντολογία,31 «αλλά μάλλον ο Χάιντεγκερ υποστηρίζει ότι η ουσία της μαθηματικής προβολής είναι η αξιωματική δομή. Τα αξιώματα είναι οι θεμελιακές προτάσεις (Grundsätze) που καθορίζουν εκ των προτέρων την [οντολογική] περιοχή των φυσικών πραγμάτων [ως αντικειμένων της Φυσικής], […] όπως και το εύρος εφαρμοσιμότητας της έννοιας του πειράματος, με την οποία η έννοια του “μαθηματικού” είναι τόσο στενά συνδεδεμένη» (Roubach 2008, σ. 86· οι εμφάσεις προστέθηκαν). Στο πρώτο απόσπασμα, βλέπουμε τον Ρούμπαχ να μιλά για την μαθηματικότητα σε αναφορά προς την ιδέα της αδράνειας, θεωρώντας αυτή τη δεύτερη περιεχόμενο «νόμου». Χωρίς άλλη ειδοποίηση, στο δεύτερο απόσπασμα η μαθηματικότητα παρουσιάζεται σε αναφορά προς «αξιώματα» (και, εννοείται, παραγωγικά συστήματα που θεμελιώνονται σε αυτά). Αξιώματα που καθορίζουν «εκ των προτέρων» «το εύρος εφαρμοσιμότητας της έννοιας του πειράματος». Ως τι να κατανοηθεί, εν Βλ. Glazebrook 2000, σσ. 46-7. Αυτή η αξιωματική ερμηνεία της προβολής θεωρείται πλέον μη υπαρκτική, διότι η μαθηματική προβολή δεν εξετάζεται πλέον «σε σύνδεση με τη θεμελιακή οντολογία» (η οποία υποθέτουμε για του Ρούμπαχ εκλαμβάνεται ως ανάλυση του Είναι του εδωνά-Είναι ως του μόνου όντος που η ουσία του συνίσταται στην ύπαρξή του). Όμως, αυτή η τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά το περιεχόμενο της Υπαρκτικής Αναλυτικής, η οποία είναι απλώς προπαίδεια για τη Θεμελιακή Οντολογία που έχει ως θέμα της το Είναι ως τέτοιο. 30 31 19 τέλει, η ιδέα της αδράνειας; Αν είναι νόμος δεν «καθορίζει» καμιά οντολογική περιοχή, όπως λέει το δεύτερο απόσπασμα· και ό,τι κι αν κάνει, σίγουρα δεν το κάνει «από τα πριν». Κανονικά, ως «νόμοι» στη θεωρία της επιστήμης εννοούνται γενικεύσεις που συνάγονται επαγωγικά από την πειραματικά παρατηρούμενη συμπεριφορά των επιστημονικών αντικειμένων. Όντως, το να καθορίζει από τα πριν το επιστημονικό αντικείμενο, δηλαδή τα αναγκαία χαρακτηριστικά των όντων που ανήκουν στην οντολογική περιοχή που μια επιστήμη ερευνά, είναι κάτι που μόνο ένα αξίωμα ή καλύτερα μια αρχή (που τίθεται αξιωματικά) μπορεί να το κάνει. Μια αρχή, βέβαια, δεν προκύπτει με επαγωγική γενίκευση από πειράματα αλλά ούτε επαληθεύεται ή επικυρώνεται ή διαψεύδεται από αυτά. Φυσικά, μια αρχή ούτε τίθεται αυθαίρετα. (Θα επανέλθω σε αυτό.) Αλλά, και πάλι, τι μπορεί να σημαίνει ότι ο Χάιντεγκερ «εξαγάγει τη μαθηματική φύση της σύγχρονης επιστήμης» από μια αρχή (όπως μόλις ξεκαθαρίσαμε), κατά το ότι αυτή μετέχει σε μια «αξιωματική δομή»; Το πλαίσιο δεν αρκεί για να συναχθεί μια επαρκής απάντηση και η ιδέα του Ρούμπαχ μένει μετέωρη. Η κατανόηση της ιδέας της «αρχής» που καθοδηγεί την ανάλυση της μαθηματικότητας στο παρόν κεφάλαιο προέρχεται από τη χουσερλιανή Φαινομενολογία32 και μπορεί να εντοπιστεί και στον Χάιντεγκερ, τουλάχιστον μέχρι το ΕΧ. Στο ΤΕΠ, όπως, διαπιστώσαμε προηγουμένως, ο Χάιντεγκερ φαίνεται να μην μπορεί να συνδέσει επιτυχώς αυτή την κατανόηση περί αρχής με τον τρόπο που αυτή συνδέεται με τον πειραματισμό. Συνοπτικά, η χουσερλιανή θεωρία προτείνει ότι, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας επιστημονικής θεωρίας –ή ενός «παραδείγματος» (paradigm) αν θέλετε–, μια «αρχή» προβάλλει το περιεχόμενο της αντίστοιχης περιοχιακής οντολογίας, δηλαδή τους όρους της θεωρητικής-επιστημονικής επαναθέασης των αρχικώς προθεωρητικά δεδομένων όντων. Πώς κάνει κάτι τέτοιο, όμως; 9. Νοητική σύλληψη αδιάψευστων αρχών Μέχρι τώρα, είδαμε πώς περιγράφει ο Χάιντεγκερ την μαθηματική προβολή της φύσης. Για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα αυτής της αποβλεπτικής δυνατότητας του εδωνά-Είναι, ανατρέξαμε στην ιδέα του ότι αυτή συνίσταται σε μια υπόθεση. Υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο που μπορεί να μας βοηθήσει να εμβαθύνουμε περισσότερο. Για τη μαθηματική προβολή και την απριορικότητά της αφήνεται να εννοηθεί, στο ΤΕΠ, ότι αυτές κατανοούνται σε συμφωνία με το νεότερο όραμα του Καρτέσιου για τη φύση και τα όντα ως παραστάσεις ενός υποκειμένου. Η αντιδιαστολή γίνεται προς την πρότερη κατάσταση, στην οποία ως πηγή γνώσης (αυθεντία) περί του όντος εκλαμβάνετο μόνο η Αγία Γραφή, η οποία φυσικά δεν συνιστά κοσμική γνώση. Η φυσική γνώση, ως γνώση για τα όντα, η οποία δεν βασίζεται στην αποκάλυψη, δεν συνιστούσε ακόμα, πριν τον Καρτέσιο, ένα είδος γνώσης θεμελιωμένο στη βάση των δικών της ανεξάρτητων αξιόπιστων πηγών. Ο Χάιντεγκερ προσγράφει στην «ουσία του μαθηματικού» στη νεότερη σκέψη, αυτόν ακριβώς το ρόλο, δηλαδή αυτόν του παρόχου ενός καρτεσιανά αυτόνομου, αξιόπιστου “υποκειμενικού” θεμελίου της φυσικής γνώ- Τα σχετικά στοιχεία μπορεί κανείς να τα βρει στο Θεοδώρου 2000. Οι αναλύσεις εκείνου του κειμένου καθοδηγούν και τη συζήτηση που ακολουθεί. Βλ., επίσης, Theodorou (2010). 32 20 σης, εντελώς ανεξάρτητου από κάθε άλλη αυθεντία και δη μη κοσμική είτε αυτή είναι ο βιβλικός Θεός είτε, ακόμα, είναι το παρμενίδειο Είναι.33 Εν πρώτοις, αυτή η ανάλυση δεν φαίνεται να στέκει επαρκώς. Ήδη ο Πυθαγόρας και μετά ο Πλάτων επιχειρούσαν προβολές της φύσης· καθόλα μαθηματικές, με βάση όσα έχουμε δει, δηλαδή και με βάση «μαθήσεις» και αριθμητικο-γεωμετρικά. Όντως, εκείνοι δεν καθιστούσαν τα μαθηματικά όντα “υποκειμενικές” παραστάσεις, όπως ο Καρτέσιος, αλλά πάντως εκλάμβαναν τις “προβολές” τους είτε ως προσβάσιμες από το νου είτε ως ενοικούσες στην ψυχή, έστω και ως ατελείς αναμνήσεις, κ.λπ. Αυτός που ρητά και συστηματικά αντιτάχθηκε στην ιδέα της μαθηματικής προβολής της φύσης, ειδικά με όρους αριθμητικο-γεωμετρικούς, ήταν ο Αριστοτέλης, ο οποίος, επιπρόσθετα, εκλαμβάνει τις μορφές (ως, επίσης, «μαθητές» αρχές των όντων) ως μη προϋπάρχουσες οπουδήποτε η χωριστά διασωζόμενες, αλλά, τουναντίον, ως εντυπούμενες στο νου εκ των έξω. Από αυτή την άποψη, η πρότερη ανάλυση της δυνατότητας επιστημονικής γνώσης της φύσης έναντι της οποίας αντιδρούσαν ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος, αλλά και ο Κοπέρνικος και ο Κέπλερ την ίδια περίπου εποχή, επαναστατούσαν εναντίον του Αριστοτέλη και της βιβλικής αυθεντίας μόνο και μόνο αναζωογονώντας τον αρχαιότατο πυθαγορισμό-πλατωνισμό. Φυσικά, τα πράγματα γίνονται ακόμα πολυπλοκότερα. Από τη μια, ο ίδιος ο πυθαγορισμός δεν είναι μια κοσμική θεωρία για τις πηγές της γνώσης, αλλά μια θεώρηση για την υφή του πραγματικού, η οποία προσφέρεται επίσης με όρους θείας αποκάλυψης και μυστικής εμπειρίας (κάτι που συμβαδίζει με τη διάκριση του Χάιντεγκερ, την οποία είδαμε πριν, μεταξύ προ-νεοτερικού και νεοτερικού). Από την άλλη, επειδή η ουσιολογική και ανθρωπολογίζουσα θέαση της φύσης από τον Αριστοτέλη δεν είναι μαθηματική με μια πυθαγόρεια-πλατωνική έννοια, δεν σημαίνει ότι δεν είναι εξίσου απριόρι! Και ο Αριστοτέλης προβάλλει τη φύση μαθηματικά (με την ευρεία έννοια του «μαθηματικού» εδώ), ενεργοποιώντας, ως εδωνά-Είναι, μια a priori δυνατότητα (επαν)-εμπειρίας του πραγματικού, θεματοποιώντας ουσιολογικά και ανθρωπολογίστικα το πεδίο εμπειρίας που του ήταν δοσμένο προ-θεωρητικά. Αυτή η αριστοτελική θεματοποίηση, μάλιστα, καθοδήγησε με σχετική επιτυχία τη θεωρητική εμπειρία μας του πραγματικού για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια. Ας ξαναπιάσουμε το νήμα μας, όμως, προσέχοντας το ακόλουθο. Στο σημείο του ΤΕΠ που εξετάζαμε αμέσως πριν, το χαϊντεγκεριανό «μαθηματικό», ως αυτό που οι άνθρωποι από πριν μπορούν να μάθουν επειδή ήδη το γνωρίζουν, αναφέρεται σε ένα περιεχόμενο που δεν είναι μόνο απολύτως διαφανές, προσβάσιμο, εννοήσιμο, συμμετρήσιμο με τις δυνατότητες της ανθρώπινης κατάληψης. Το εν λόγω «μαθηματικό» ως a priori μάθημα είναι δύο ακόμα πράγματα. Αφενός, είναι και βέβαιο στην εμμενή αυτοδοσία του, όπως θεμελιώνεται λογικο-παραγωγικά στο «απόλυτα μαθηματικό» (Heidegger 1984, σ. 104) «ego cogito» του καρτεσιανού αναστοχασμού. Αφετέρου, το μαθηματικό είναι απριορικό και με την έννοια ότι υφίσταται μόνο ως εμμενές περιεχόμενο του καρτεσιανού υποκειμένου,34 ως υποκειμενικός όρος του Είναι των όΒλ. Heidegger 1984, σσ. 96–4· 2003, σσ. 90-1, 95-6. Επίσης, Kockelmans 1985, σσ. 180–5, 188-9. Ωστόσο, για να επεξεργαστούμε κατά τι ακόμα την εικόνα πολυπλοκότητας, την οποία συναντήσαμε νωρίτερα στο κυρίως κείμενο, στον Καρτέσιο αυτά τα περιεχόμενα, και ειδικά τα στενώς μαθηματι- 33 34 21 ντων. Με αυτή την έννοια ο Καρτέσιος παρουσιάζεται από τον Χάιντεγκερ (ΤΕΠ, §18f) ως ιδρυτής της μαθηματικής προβολής της φύσης ως δυνατότητα αποβλεπτικής εμπειρίας που (α) καθίσταται δυνατή στη βάση όρων που ενυπάρχουν αποκλειστικά στο υποκείμενο35 (και όχι ως γεγονοτικά δεδομένα κάποιας κατ’ αίσθησιν εμπειρίας) και (β) το περιεχόμενο της εμπειρίας που καθίσταται έτσι δυνατή χαρακτηρίζεται από βεβαιότητα. Βασιζόμενοι και σε αυτά τα στοιχεία, μπορούμε τώρα να φτάσουμε σε μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για την ιδέα του Χάιντεγκερ περί μαθηματικής προβολής. Προετοίμασα την πορεία της ανάλυσης αυτής της ιδέας του, έτσι ώστε εδώ να μπορώ να υποστηρίξω ότι μια παραγωγική ερμηνεία της ιδέας του Χάιντεγκερ περί μαθηματικής προβολής της φύσης, η οποία διενεργείται με τους όρους του mente concipere, είναι να συνδεθεί αυτή ευθέως με το φαινόμενου του λεγόμενου «υποθετικού πειραματισμού» (Gedankenexperiment, thought experiment) ή, μάλλον καλύτερα, «νοητικού πειραματισμού». Η προπαίδεια του Κίζιελ (Kisiel) στη Φυσική τον οδήγησε, όπως θα ήταν αναμενόμενο να κάνει, εν συντομία και χωρίς να επεκταθεί, την ίδια γνωμάτευση. Κατά τον Χάιντεγκερ, παρατηρεί ο ίδιος, τόσο ο Γαλιλαίος όσο και ο Νεύτωνας αποτελούν τους πρωτεργάτες της μαθηματικής προβολής, «η οποία υπερπηδά τα γεγονοτικά τεκμήρια και την επαλήθευση, μέσω νοητικών πειραμάτων εξιδανίκευσης [through "thought experiments" of idealization] τα οποία αναπτύσσουν και οντοθέτουν προτάσεις [propositions] (υπο-θέσεις) προκαταλαμβάνοντας τη δομή του “ως” των γεγονότων, της πραγμοσύνης των πραγμάτων» (Kisiel 1973a, σ. 231· βλέπε και σ. 232 υπσ. 64).36 Μόνο που ούτε η δομή της προβολής είναι αποκλειστικά χαϊντεγκεριανή, αλλά μάλλον είναι συγκαλυμμένα χουσερλιανή, όπως δέχεται και ο ίδιος ο Kisiel (όπ.π., σ. 229), ούτε η εξιδανίκευση είναι χαϊντεγκεριανός όρος, ενώ είναι χουσερλιανός, όπως είναι γνωστό, ούτε η έννοια της οντοθεσίας, της υπόθεσης, και της πρότασης με την έννοια του υπο-τιθέμενου είναι χαϊντεγκεριανές ενώ είναι πρωτίστως χουσερλιανές. Πριν απ’ όλα το ίδιο ισχύει φυσικά και για τη δομή του «ως», τόσο του ερμηνευτικού, όσο και του αποφαντικού, όπως είναι ήδη γνωστό για τη δομή της αντίληψης και κά και απολύτως βέβαια, δεν είναι ακόμα αποκλειστικώς σκευή ενός αυτόθετου υποκειμένου, αφού υπάρχει ανάγκη για έναν υπερβατικό Θεό που εγγυάται τη βασιμότητά τους. Συνολικά, πριν τον Καντ και τον Χούσερλ, αυτό το περιεχόμενο δεν αναφέρεται σε συνθήκες δυνατότητας υποκειμενικής εννόησης, αλλά σε εξωκοσμικές μορφές δόμησης του πραγματικού, οι οποίες είτε είναι προσβάσιμες από την αθάνατη ψυχή είτε ενσωματωμένες ήδη σε αυτήν. 35 Είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τις μαθηματικές προβολές να συγκροτούν «κοσμοεικόνες» (Weltbilder), όπως θα πει ο Χάιντεγκερ στις κατοπινότερες επεξεργασίες του για την ουσία της νεότερη επιστήμης. Δηλαδή το επιστημονικά συγκροτημένο ον συνίσταται σε μια παράσταση του υποκειμένου, το οποίο εξαρτά κάθε νόημα του όντος εξαρτημένο από την παριστώσα και οντοθέτουσα υποκειμενικότητα. Στο Παρμενίδη, λέει ο Χάιντεγκερ, και ίσως και στον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα, υποθέτουμε εμείς, είναι το ίδιο το ον-κατά-το-Είναι-του που “θεάται” τον άνθρωπο, που “οδεύει” προς αυτόν και του αποκαλύπτεται, χρησιμοποιώντας τον ως ενδιάμεσο, ως ξέφωτο εντός του οποίου όλο αυτό το «συμβάν» (Ereignis) διαδραματίζεται. Στην προσπάθειά του να αποδεσμευτεί από τον “βολονταρισμό” της νεότερης μεταφυσικής του υποκειμένου, ο Χάιντεγκερ κινήθηκε προς αυτή ην αρχαιότερη προσέγγιση. Βλ. Heidegger 2003, σσ. 90-1, 95-6. Βλ. και Kockelmans 1985, σ. 188-9. 36 Μια αντίστοιχη ιδέα για τη σχέση της χαϊντεγκεριανής μαθηματικότητας με τα νοητικά πειράματα και την εξιδανίκευση υπάρχει και στο Kisiel 1970, σσ. 175-6. 22 της ανασυγκρότησης του αντιληπτικού εννοήματος στις κατηγορικές θεματοποιήσεις του. Συμπερασματικά, με την ιδέα της μαθηματικής προβολής της φύσης, προϋποθέτοντας μια φαινομενολογία της θεωρητικής αποβλεπτικότητας, την οποία μπορούμε να βρούμε ήδη επαρκώς ή και με περισσότερες λεπτομέρειες στον Χούσερλ, ο Χάιντεγκερ προτείνει –«υπνοβατικά» που θα έλεγε και ο Καίσλερ (Kӧstler)– την ιδέα ότι η νεότερη φυσική επιστήμη συγκροτεί το πεδίο αντικειμένων της σε νοητικά πειράματα που εξιδανικεύουν αντιγεγονοτικά τον ορίζοντα θεωρητικής εμπειρίας εντός του οποίο συλλαμβάνονται εποπτικά τα πρότυπα φαινόμενα· στη γαλιλαϊκή-νευτώνεια Φυσική: η αδρανειακή κίνηση. Μέρος Γ 10. Βασικές φαινομενολογικές θέσεις για τον νοητικό πειραματισμό στη φυσική επιστήμη Βασιζόμενος, λοιπόν, στη γενική θεωρία της χουσερλιανής Φαινομενολογίας, για τη λειτουργία των αρχών και για το πώς αυτές συλλαμβάνονται νοητικο-αποβλεπτικά στην κατεύθυνση της φυσικομαθηματικής επανερμήνευσης του πρωταρχικά δεδομένου κόσμου, ο Χάιντεγκερ, μας έδωσε πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της διαδικασίας που πρέπει να κατανοήσουμε ως «νοητικό πειραματισμό». Αυτές οι πτυχές, αν αναγνωστούν με τον τρόπο που σκιαγραφήθηκε μέχρι εδώ, μπορούν να λειτουργήσουν βοηθητικά στην κατανόηση των βασικών θέσεων που είχα υποστηρίξει αλλού για τις νοητικές-αποβλεπτικές λειτουργίες που ενέχονται στον νοητικό πειραματισμό στη φυσική επιστήμη και για το έργο που επιτελείται με αυτά στο πλαίσιό της. Συνοπτικά αυτές οι θέσεις, τις οποίες υποστήριξα αναλυτικά αλλού (Θεοδώρου 2000), έχουν ως εξής. (1) Στα νοητικά πειράματα προσφεύγουμε σε ριζικά αντιγεγονικά όντα και καταστάσεις πραγμάτων με βάση τα οποία συνάγουμε πορίσματα που αξιώνουμε να έχουν ισχύ για το πραγματικό. (1.α) Στα νοητικά πειράματα δεν ανακαλύπτουμε κάτι με βάση τη συμπεριφορά των αντιγεγονικών όντων στο περιβάλλον των αντιγεγονικών καταστάσεων “παρατηρώντας” τα στην εποπτεία της φαντασίας, αλλά, με βάση τη φαινομενολογία της φαντασίας, εμείς θέτουμε μια συμπεριφορά ως εύλογη διατυπώνοντάς την ως πόρισμα του νοητικού πειράματος. (2) Στα νοητικά πειράματα δεν καταλήγουμε, βέβαια, σε φυσικούς εμπειρικούςεπαγωγικούς νόμους, όπως ο νόμος του Μπόιλ, αλλά σε έννοιες και σε φυσικές αρχές στο πλαίσιο μιας φυσικής θεωρίας που θεματοποιεί την περιοχή «φυσικό πράγμα» του πρωταρχικού βιόκοσμου, αρχές οι οποίες τίθενται a priori ως εκείνες που δικαιολογούν τα τεκταινόμενα σε ένα νοητικό πείραμα (κατά τα ισχύοντα από την 1.α). (2.α) Μια παλιά παρεξήγηση αναφορικά με την ενδεχόμενη απριορικότητα της φυσικο-επιστημονικής γνώσης είναι αν όταν εξετάζουμε αυτό το ζήτημα εννοούμε a priori γνώση των φυσικών νόμων που περιγράφουν τα φυσικά φαινόμενα. Η αντίρρηση είναι: πώς γίνεται να γνωρίζουμε κάτι a priori για αλήθειες οι οποίες αφορούν 23 την οντολογικά ανεξάρτητη από εμάς φυσική πραγματικότητα; Σύμφωνα με την εμπειρικο-αναλυτική φιλοσοφία το μόνο που μπορούμε να γνωρίσουμε χωρίς προσφυγή στην εξωτερική εμπειρία είναι οι λογικής φύσης νόμοι που περιγράφουν τους επιτρεπόμενους συνδυασμούς των νοητικών (εμμενών) περιεχομένων (ιδεών, εννοιών) – αλλά όχι και αλήθειες αναφορικά με την “πορεία” των φυσικών πραγμάτων. Αλλά, αυτό που εννοείται από την καντιανή φιλοσοφία και μετά όταν λέγεται ότι υπάρχει η δυνατότητα συνθετικής a priori γνώσης στη φυσική επιστήμη, δεν είναι ότι υπάρχει περίπτωση να φτάσουμε ενορατικά στο νόμο του Μπόιλ για τα αέρια ή στο νόμο του Ομ (Ohm) για τους αγωγούς που διαρρέονται από ηλεκτρικό ρεύμα. Το μόνο που εννοείται είναι ότι a priori μπορούμε να φτάσουμε να γνωρίσουμε, δηλαδή να προβάλλουμε στη φύση, τους όρους της εμπειρικής διεξαγωγής της φυσικής έρευνας, τα ιδεώδη πρότυπα από τα οποία μπορεί να λέγεται ότι αποκλίνει η εμπράγματη πορεία των παρατηρούμενων φυσικών φαινομένων. Αυτό το περιεχόμενο γνώσης τόσο ο Καντ όσο, κατόπιν, και ο Χούσερλ το συνδέουν με τη λειτουργία των καθαρών τμημάτων της φυσικο-μαθηματικής έρευνας της υλικής φύσης· μια έρευνα που στον τελευταίο δεν είναι πλέον καταδικασμένη, όπως είπαμε και πριν, να μας αποδίδει μόνο ανιστορικά απριόρι. Οι αρχές δεν λειτουργούν όπως οι φυσικοί νόμοι. Δεν καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους οι τιμές διαφόρων φυσικών μεγεθών. Αυτό που κάνουν είναι να ορίζουν για πρώτη φορά την οντολογία των όντων της περιοχής των αντικειμένων μιας θεωρίας και τους πρότυπους τρόπους των μεταβολών και των αλληλοσχετίσεών τους. Συνολικά, τα νοητικά πειράματα μπορούν να θεωρηθούν ως το κατ’ εξοχήν παράδειγμα θεωρητικής πρακτικής. Ιστορικά, τα νοητικά πειράματα λειτουργούν ως πρόδρομες ή απριορικές διαδικασίες για τη συγκρότηση ολοκληρωμένων παραδειγματικών θεωριών. Αυτά ευθύνονται για τους γενικότερους όρους υπό τους οποίους θα διαμορφωθεί πιο συγκεκριμένα η ώριμη θεωρία με τις εργαστηριακά πειραματικές μετρητικές τεχνικές της. Στα νοητικά πειράματα γίνεται προσφυγή σε όντα και περιστάσεις που είναι δυνατές όχι εμπειρικά αλλά, με κάποιο ενδιαφέροντα τρόπο, μόνο στη φαντασία. Έτσι, δηλαδή απριορικά, διαμορφώνουν τις γενικές φυσικές αρχές και τις βασικές έννοιες που απαιτούνται ως το απαραίτητο πλαίσιο μέσα στο οποίο μόνο μπορεί να έχει νόημα να αναπτυχθούν οι επιμέρους εμπειρικές προσδιοριστικές πρακτικές. Στα νοητικά πειράματα, άρα, διερμηνεύεται a priori και με έναν κατάλληλο τρόπο η προς φυσικο-μαθηματική διερμήνευση οντολογική περιοχή, πριν από οποιαδήποτε επιμέρους εμπειρική μέθοδο μέτρησης και συνάρτησης φυσικών μεγεθών σε εμπειρικούς-ποσοτικούς νόμους. Αυτό σημαίνει ότι πάνω στην πρωταρχική τυπολογία της ύπαρξης, της μεταβολής, και της διασυσχέτισης των όντων της πρωταρχικής περιοχής «φύση» είναι απαραίτητο να προβληθεί μια νέα κοσμικότητα. Τα όντα της περιοχής εμφανίζονται πλέον στο σύνολο των σχετικών αποβλεπτικών συμπεριφορών με το νόημα που τους επιβάλει αυτή η φυσικαλιστική, πλέον, κοσμικότητα. Ή η πρωταρχικά δεδομένη περιοχή «φυσικό πράγμα» αλλά και ο βιόκοσμος στο σύνολό του δίδονται πλέον στη φυσικο-επιστημονικά ετεροιωμένη συνείδηση ως φυσικομαθηματικά προβεβλημένοι (entworfen). Εν κατακλείδι, στα νοητικά πειράματα συγκροτείται η μεταφυσική των φυσικών επιστημών. 24 Γενικά λέγεται, και προσωπικά το αποδέχομαι, ότι στα νοητικά πειράματα φτάνουμε σε νέα γνώση για το πραγματικό χωρίς να προσφεύγουμε σε νέα εμπειρία. Τι σημαίνει άραγε αυτό; Σημαίνει ότι τα νοητικά πειράματα είναι νοητικές διαδικασίες σύλληψης και διατύπωσης επιστημονικών υποθέσεων ή, αφού μια υπόθεση δεν έχει γενικά ακόμα το χαρακτήρα γνώσης (αφού θα χρειαζόταν κάποιου είδους βάσανο), σύλληψης και διατύπωσης εκ των προτέρων αληθών προτάσεων για το πραγματικό; Θεωρώ ότι η επιχειρούμενη σύνδεση μεταξύ νοητικών πειραμάτων και φυσικών αρχών διαφωτίζει αυτό το ζήτημα. Τα πορίσματα των αποδεκτών νοητικών πειραμάτων είναι μαζί υποθέσεις και εκ των προτέρων αληθείς προτάσεις. Το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με αρχές, δηλαδή με όρους οποιασδήποτε περαιτέρω προσδιοριστικής πρακτικής (μετρήσεις, νόμοι, κ.λπ.), διαλύει τη σχετική ένταση. Η αληθική ισχύς των νοητικο-πειραματικών πορισμάτων είναι αυτή των φυσικών αρχών. Είναι ταυτόχρονα υποθέσεις και εκ των προτέρων αληθείς συνθετικές προτάσεις. Με μία έννοια και έχουν την ανάγκη βασάνου αλλά και αληθεύουν a priori. (3) Τα νοητικά πειράματα στη Φυσική δεν επιτελούν όλα ακριβώς την ίδια λειτουργία με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, αλλά μάλλον απαρτίζουν μια ομάδα συνειδησιακών λειτουργιών που συνδέονται με σχέσεις οικογενειακής ομοιότητας. Για παράδειγμα, στις φυσικές θεωρίες που στηρίζονται και αναπτύσσονται στη βάση ενός ήδη αρκετά ανεπτυγμένου φορμαλισμού τα νοητικά πειράματα χρησιμοποιούνται και για να προσδίδεται φυσική σημασία σε αποτελέσματα που έχουν προκύψει μέσα από συμβολικές διεργασίες. Στη φάση της ώριμης θεωρίας, τώρα, μπορεί και πάλι να παρουσιαστεί η ανάγκη να καταφύγει κανείς σε ένα νοητικό πείραμα για τη διαλεύκανση ορισμένων συμβολικών-φορμαλιστικών αποτελεσμάτων, και μάλιστα ειδικά όταν δεν είναι σαφές αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «φυσική σημασία» ενός τύπου, μιας πρότασης, κ.λπ. Αυτό συμβαίνει στο νοητικό πείραμα του Μάξγουελ (Maxwell), με το οποίο προσδίδεται φυσική σημασία στο φορμαλιστικό αποτέλεσμα της στατιστικής έκφρασης του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, ή στο νοητικό πείραμα του Σρέντινγκερ (Scrödinger) με τη γάτα, στο οποίο διερευνάται, σε τελευταία ανάλυση, η φυσική σημασία του φορμαλιστικού αποτελέσματος της σχέσης αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ (Heisenberg). Όμως, τότε, πρόκειται για νοητικά πειράματα με μια δευτερογενή σημασία. Και αυτά θα συμμορφωθούν προς τους όρους που επιβάλλει η κοσμικότητα που εγκαθιδρύεται από τα συγκροτητικά νοητικά πειράματα, ή νοητικά πειράματα με την πρωτογενή σημασία. Βιβλιογραφία Galilei, G. (1967), Dialogue on the Principal Systems, University of California Press. Glazebrook, T. (2000), Heidegger's Philosophy of Science, New York: Fordham. University Press. Glazebrook, T. (ed.) (2012), Heidegger on Science, New York: State University of New York Press. Capobianco, R. (2010), Engaging Heidegger, Toronto, Buffalo, London: University of Toronto Press. 25 Heidegger, M. (1977), «Die Zeit des Weltbildes», στο M. Heidegger, Holzwege (1935–1946) (GA 05), επιμέλεια: F.-W. von Herrmann, Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann, σελ. 75–113. Heidegger, M. (1978a), «Der Zeitbegriff in der Geschichtswissenschaft», στο M. Heidegger, Frühe Schriften, Gesamtausgabe, Band 1, Frankfurt am Main: Vittorio Klosterman, σελ. 413–433. Heidegger, M. (1978), Είναι και Χρόνος, Τόμος 1, πρόλογος, μετάφραση, σχόλια: Γ. Τζαβάρας, Αθήνα: Εκδόσεις Δωδώνη. Heidegger, M. (1985), Είναι και Χρόνος, Τόμος 2, πρόλογος, μετάφραση, σχόλια: Γ. Τζαβάρας, Αθήνα: Εκδόσεις Δωδώνη. Heidegger, M. (1984), Die Frage nach dem Ding: Zu Kants Lehre von den transzendentalen Grundsätzen (Gesamtausgabe 41), Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann. Heidegger, M. (1990), Επιστήμη και Διαλογισμός, μετάφραση: Ν. Σεβαστάκης, Αθήνα: Εκδόσεις Έρασμος. Heidegger, M. (1999), Τα Βασικά Προβλήματα της Φαινομενολογίας, επιλογή, μετάφραση, εισαγωγή: Π. Κόντος, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση. Heidegger, M. (2000), «Die Frage nach der Technik (1949)», στο M. Heidegger, Vorträge und Aufsätze (1936–53) (GA 07), επιμέλεια: F.-W. von Herrmann, Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann, σελ. 5–36. Husserl, E. (2005), Φαινομενολογία: Το Άρθρο για την Εγκυκλοπαίδεια Britannica, επιμέλεια, εισαγωγή, μετάφραση, σχολιασμός: Π. Θεοδώρου, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Husserl, E. (1997), Psychological and transcendental phenomenology and the confrontation with Heidegger (1927–1931). The Encyclopædia Britannica article, the Amsterdam lectures, “Phenomenology and Anthropology” and Husserl's marginal notes in Being and Time and Kant and the problem of metaphysics, επιμέλεια, μετάφραση: Th. Sheehan and R. E. Palmer, Dordrecht: Springer Science+Business Media. Husserl, E. (2012), Η Κρίση των Ευρωπαϊκών Επιστημών και η Υπερβατολογική Φαινομενολογία (Μέρη Ι, ΙΙ), επιμέλεια, εισαγωγή, μετάφραση, σχολιασμός: Π. Θεοδώρου, Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος. Käufer, S. (2008), «Review of Michael Roubach, Being and Number in Heidegger's Thought», Notre Dame Philosophical Reviews 2008 (9). Kochan, J. (2015), «Scientific Practice and Modes of Epistemic Existence», στο D. Ginev (επ.), Debating Cognitive Existentialism, Leiden: Brill Rodopi, σελ. 95–106. Kockelmans, J. J. & Th. Kisiel (επς) (1970), Phenomenology and the Natural Sciences, Evanston: Northwestern University Press. Kockelmans, J. J. (1970a), «Heidegger on the Essential Difference and Necessary Relationship Between Philosophy and Science», στο Kockelmans and Kisiel 1970, σελ. 147–166. Kockelmans, J. J. (1970b), «Science, Phenomenology, and the Thinking of Being», στο Kockelmans and Kisiel 1970, σελ. 184–201. 26 Kockelmans, J. J. (1985), Heidegger and Science, Washington, D.C.: Center for Advanced Studies in Phenomenology and University Press of America. Koyré, A. (1955), «Influence of Philosophic Trends on the Formulation of Scientific Theories», The Scientific Monthly 80, σελ. 107-111. Koyré, A. (1992), «Galileo’s Treatise De Motu Gravium: The Use and Abuse of Imaginary Experiments», στο A. Koyré, Metaphysics and Measurement. Gordon and Breach Science Publishers, σελ. 44-88. Kisiel, Th. (1970), «Science, Phenomenology, and the Thinking of Being», στο Kisiel and Kockelmans 1970, σελ. 167-183. Kisiel, Th. (1973a), «On the Dimensions of a Phenomenology of Science in Husserl and the Young Doctor Heidegger», Journal of the British Society for Phenomenology 4, σελ. 217-34. Kisiel, Th. (1973b), «The Mathematical and the Hermeneutical: On Heidegger’s Notion of the Apriori», στο E. G. Ballard & C. E. Scott (eds) Martin Heidegger: In Europe and America, The Hague: Nijhoff, σελ. 109-120. Philipse, H. (1998), Heidegger's Philosophy of Being: A Critical Interpretation, Princeton: Princeton University Press. Richardson, W. J. (2012), «Heidegger's Critique of Science», στο Glazebrook 2012, σελ. 27–44. Πρώτη εμφάνιση στο New Scholasticism XLII (1968), σελ. 511– 536. Roubach, M. (2008), Being and Number in Heidegger's Thought, London: Continuum. Rouse, J. (2005), «Heidegger on science and naturalism», στο G. Gutting (επ.) Continental Philosophy of Science, Malden MA: Blackwell, σελ. 123–141. Sheehan, Th. (2014), «What, after all, was Heidegger about?», Continental Philosophy Review 47, σελ. 249–274. Sheehan, Th. (1988), «Heidegger’s Lehrjahre», στο J. C. Sallis, G. Moneta, and J. Taminiaux (eds), The Collegium Phaenomenologicum. The first ten years, Dordrecht: Kluwer, σελ. 77–137. Θεοδώρου, Π. (2000), Νοητικά Πειράματα: Μια Χουσερλιανή-Φαινομενολογική Ανάλυση της Θέσης τους στην Επιστήμη της Φυσικής και της Δομής τους ως Αποβλεπτικών Ενεργημάτων. Διδακτορική Διατριβή. https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/12400 Θεοδώρου, Π. (2006), «Η Φαινομενολογία της Αγωνίας και του Μηδενός. Θεμελιακή Οντολογία και Λογική στον Μ. Χάιντεγκερ», Υπόμνημα 5, σελ. 33-69. Theodorou, P. (2010), «A Solution to the ‘Paradoxical’ Relation Between Lifeworld and Science in Husserl», Phänomenologische Forschungen 2010, σελ. 145– 167. Theodorou, P. (2012), Cognitive Existentialism, Phenomenology, and Philosophy of Science: Stimulating the Dialogue, International Studies in the Philosophy of Science 26, σελ. 335–343. Theodorou, P. (2015), Husserl and Heidegger on Reduction, Primordiality and the Categorial: Phenomenology Beyond its Original Divide, Cham, Heidelberg, New York, Dordrecht, London: Springer. 27 Θεοδώρου, Π. (2015), Εισαγωγή στο Είναι και Χρόνος του Μάρτιν Χάιντε-γκερ: Φαινομενολογική ερμηνεία και ανάλυση της Προκαταρκτικής Υπαρκτικής Αναλυτικής, Κάλλιπος: Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα. Wheeler, M. (2018), «Martin Heidegger», The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Winter 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL = <https://plato.stanford.edu/archives/win2018/entries/heidegger/>. 28